«Το ράμα» -Γιάννης Σιδεράκης (Οξύ)
Το ραμα ενώνει δυο κομμάτια γης , χωρίζει δυο θάλασσες, είναι τόπος προσκυνήματος και δεσίματος, εκεί που τρέχει η μοτοσυκλέτα, ανεμίζει το μαλλί, ο δρόμος είναι μια ευθεία με τη θάλασσα συμπαραστάτη και το ροκ ν ρολ από ιδέα και ήχο να γίνεται γήινη μυρωδιά και να αποκτά υπόσταση.
Στο χώρο αυτό τοποθετεί ο Σιδεράκης το νέο του πονημα. Μια ιστορία, τριών γενιών, εν μέσω υποσχέσεων , απογοητεύσεων με κοινούς τόπους, την αγάπη για τις μοτοσυκλέτες, το δρόμο και το ροκ ν ρολ. Ήρωας του ο Ροκάς, ένας φίλος που όλοι εμείς οι ροκερς η ροκάδες είχαμε, έχουμε, θα έχουμε. Επανάστασης συνειδητοποιημένος, όχι με μολότοφ αλλά με την ψυχή και τις πράξεις του. Περιθωριοποιημένος αλλά και σεβαστός γιατί είναι ένας γνήσιος εραστής, της μοναξιάς και της μηχανής που διατρανώνει με κάθε πράξη του, δίχως φανφάρες, με ταπεινότητα, εξοβελισμένος από την μάζα, στο περιθώριο, μιας άψυχης, άνευρης κοινωνίας, την πίστη του, στον άνθρωπο, την μουσική, το όνειρο. Όλοι έχουμε τέτοιους φίλους, κάποιοι χάθηκαν στην αχλή του χρόνου και των υποχρεώσεων, κάποιους τους αφήσαμε να φύγουν, έρμα στην ανοδική πορεία του αερόστατου μας, που ξεφούσκωσε από τις δυσκολίες και τις κακουχίες της ενήλικης ζωής. Αυτοί ήταν εκεί να μας θυμίζουν τα ωραία και να τείνουν χείρα βοήθειας, δίχως να ζητάνε τίποτα παραπάνω από μια κουβέντα στη μπάρα και μια βόλτα με τη μηχανή, την παρέα και την ανθρωπιά που χάσαμε στις πόλεις της ασφάλτου και τα αγροτικά συλλαλητήρια για τα ευρώ δάνεια.
Ο Γιάννης Σιδεράκης, δεν είναι λόγο πλάστης , δεν είναι κάτι άλλο από την αγνή πάστα των λογοτεχνών που μιλάνε για πάθη. Αν έχετε αγαπήσει Μυριβήλη και Καραγάτση, έχετε εδώ ένα παιδί τους. Λαϊκό όχι λαϊκίστικο, γνήσιο, μιλά με λέξεις απλές, όχι απλοϊκές, όχι περίτεχνες, δίχως τον αέρα των λογοτεχνικών σαλονιών και των ενθέτων στις Κυριακάτικες εφημερίδες. Μιλά για καταστάσεις γνώριμες, τα όνειρα για μια δική μας δουλειά, το μαχαίρι στο λαιμό από τα χρέη, τις κλειστές πόρτες, την απέλπιδα προσπάθεια να δανειστείς, να βρεις ένα χέρι βοήθειας, που θα έρθει από αυτόν με τα λιγότερα, αυτόν που πιστεύει στον άνθρωπο και οχι στα ομόλογα και τα προσύμφωνα, τον Ροκά, τον γνήσιο άνθρωπο.
Ο συμβολισμός της μηχανής στη ζωή ενός ανθρώπου, που τον ξεπερνά ο χρόνος και ο χώρος αλλά αυτός γερνά άθικτος στην πατίνα του, με μόνη αγάπη τη μηχανή και τη μουσική είναι κατανυκτικός. Πρέπει να έχεις περάσει βραδιά στη μπάρα του παλιού Stand ( μέχρι το 90) στα Εξάρχεια, να έχεις ξενυχτήσει με τη μηχανή ή το λεωφορείο στην άκρη της θάλασσας σιγοτραγουδώντας το ροκ της γενιάς σου για να νιώσεις την μπίρα ,το αλάτι και τα λάδια να σου καίνε τη ματιά και να σκοτεινιάζουν την αυγή, πριν η μουσική και ο ήχος της μοτοσικλέτας γκρεμίζουν τα ψεύτικα τείχη που υψώνουν κόμματα και καριέρες που καταλήγουν σε κενές ματιές και υποταγή.
Τρεις γενιές, ο σύνδεσμος, μια κόκκινη μοτοσυκλέτα, που δεν πούλησε ποτέ πολύ και ήταν δύσκολη σε όλα ακόμα και στο να βρεθούν ανταλλακτικά και ένας άνθρωπος που εν γνώση του και εν μέρει μέσα στην αδυναμία του, να βρει μια σύντροφο, αναζητεί σε αυτή το νόημα της ζωής του. Η ίδια το ανταποδίδει, ένας φόρος τιμής στην Κριστίν του Στίβεν Κινγκ έστω και άθελα του.
Η ιστορία, της επαρχιακής πόλης, που η πρώτη βόλτα με μηχανή με τον Ροκά οδηγό και αγρίμι στην μικρή επαρχιακή πόλη, δαχτυλοδειχτούμενο, καταλήγει σε περιπέτειες για ανταλλακτικά στην Ιταλία, από έναν Άνθρωπο που μέσα στην αδυναμία του να συνδεθεί με άλλους ανθρώπους, λατρεύει το μόνο πράγμα που του ανταπέδωσε αγάπη. Ξεπερνά τα όρια, της γλώσσας, του φόβου για το άγνωστο και με οδηγό την αγάπη του για την μοτοσυκλέτα του, στα πριν το διαδίκτυο χρόνια, ζει την δική του Οδύσσεια, με μόνη σκέψη-οδηγό να βρει σε μια άγνωστη χώρα, μια άγνωστη γλώσσα τα ανταλλακτικά για τη μοτοσυκέτα του. Η αγάπη για τα δίτροχα, που μαζί με την καλοσύνη των ξένων θα τον ανταμείψει, σε ένα κεφάλαιο, πραγματικό διαμάντι για το βιβλίο- δυσκολονόητο για τη νέα γενιά των ονλαιν παραγγελιών, τόσο γνώριμο για τις παλιοσειρές του 20ου αιώνα. Ο Σιδεράκης παρακολουθεί, περιγράφει, εμπλέκεται και συγκλονίζει με την αγάπη του στον Ροκά, για όσα σημαίνει και όσα ο ίδιος κάνει, δίχως να ζητά αντάλλαγμα με οδηγό την πίστη στον άνθρωπο και στο Θεό. Μια βαθιά εσωτερική πίστη, στην καλοσύνη του ανθρώπου και του σύμπαντος, πίστη στην δύναμη πέρα από εμάς.
Το φθαρτό του Ανθρώπου δεν τον εμποδίζει να ψάξει για το καλύτερο για την μηχανή του, η ιδέα ότι το εργαλείο του 70, θα συνεχίσει να τρέχει στους δρόμους, ζωντανό, με τον γιο του φίλου, του, ακόμη στο δημοτικό. Η ανάγκη της συνέχειας και του να αφήσεις κάτι ζωντανό για εσένα, σε αυτούς που θα το φροντίσουν. Ο θάνατος είναι μια στιγμή μετάβασης ή ένα τέλος, αλλά για τον Ροκά και τους φίλους του είναι μια ακόμη στιγμή στην πίστα της ζωής, ένας φόρος τιμής από και προς έμψυχα και «άψυχα» πράγματα.
Μακριά από ψυχαναλυτικές θεωρίες και φιοριτούρες των λογίων των σαλονιών, μακριά από ταξικές δομές και κομματικά τσιτάτα, δίχως τα κολλήματα της ροκ κουλτούρας και κοινότητας, ο Γιάννης, μιλά για το τέλος του Ροκά, και θυμίζει άθελα του το τέλος του Quadrophenia , εκεί που ο χωρισμός του Τζίμη από τη βέσπα του, αφήνει τα πάντα στο κενό. Εδώ δεν έχουμε ηρωικό τέλος όπως στον ξένοιαστο καβαλάρη, ο καρκίνος, εξισώνει τους πάντες, αλλά ο Ροκάς, χαμόγελά ξέροντας ότι η κόκκινη μοτοσυκλέτα του, θα συνεχίσει να ταξιδεύει.
Η κόκκινη μοτοσυκλέτα του Ροκά, και μετα θάνατον έχει μια θέση στον μύθο των δρόμων, που συνεχίζει, με τον φίλο του Ροκά και τον γιο του, να την βγάζουν έξω στο δρόμο, να καίει λάδι και βενζίνη, μέχρι να βρει τον επόμενο αναβάτη που θα του χαρίσει την αγάπη της. Γιατί ο σκοπός της είναι να τρέχει στον ανοιχτό δρόμο και να χαρίζει το γουργουρητό της σε ελεύθερες ψυχές έστω για λίγο μακριά από τη μιζέρια της καθημερινότητας.
Το βιβλίο είναι άνισο και επικίνδυνο σαν κινούμενη άμμος. Σε ξεγελά και σε αρπάζει, σε βυθίζει μέσα του, σε σκίζει και σου θυμίζει τι ήσουν, τι έγινες, τι άφησες, σου θυμίζει απογοητεύσεις, ανθρώπους που σου γύρισαν την πλάτη και τι, ποιος έμεινε δίπλα σου, όταν όλα ήταν μαύρα. Κόντρα στην εποχή της ψυχανάλυσης, θυμίζει ότι ο δρόμος και η μουσική αποτελούν το αποκούμπι των απανταχού ελεύθερων πνευμάτων και όπως λέει ο Ροκάς αν η μουσική ήταν ταχύτητα θα ήταν τρίτη.
Βάλτε λοιπόν τρίτη κι ταξιδέψτε με τον Σιδεράκη, θυμηθείτε μοτοσυκλέτα, μουσικές, φίλους, απογοητεύσεις και δόξες. Βάλτε δυνατά το glory days του Springsteen, το don’t make them like you any more του Gallagher κ κλείστε με το τραγούδι που θα παίζει όταν εγώ περάσω το Ραμα (με αμάξι, γιατί ούτε με ποδήλατο δεν τα πάω καλά) iron horse Motörhead.
On Iron Horse he flies
On Iron Horse he gladly dies
Iron Horse his wife
Iron Horse his life
Σε ευχαριστούμε Γιάννη, γιατί θυμίζεις βραδιά που πέρασαν, ανθρώπους που αφήσαμε η μας άφησαν και πάνω από όλα για την καθαρότητα της ματιάς σου. Keep on rocking and writing brother, ένα βιβλίο για τους πραγματικούς μηχανόβιους και όχι τις δηθενιές τύπου sons of anarchy.
Η παρουσίαση αφιερώνεται στον σχολικό φίλο και αυθεντικό Ροκά της δίκης μου παρέας, Τάκη Μαρκίδη που συνεχίζει να ζει το ροκ ν ρολ σαν τρόπο ζωής , δίχως φτιασίδια, γνήσιος, πληρώνοντας τους λογαριασμούς του, με χαμόγελο και βαριά riff και την δική του κόκκινη μοτοσυκλέτα σύντροφο, στα ταξίδια.
https://brainfood.gr/proion/to-rama/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου