Song of the week-Booze & Glory - "Boys Will Be Boys" - Official Video (4K)

 Song of the week-Booze & Glory - "Boys Will Be Boys" - Official Video (4K)

 

WE NEVER SAY WE'RE SORRY
AND WE GOT THE STORIES TO TELL
MEET US IN THE BACKSTREETS , SEE YOU HELL!

 Έκανε πρεμιέρα στις 22 Μαΐ 2025
"Boys Will Be Boys" taken from the upcoming album "WHISKEY TANGO FOXTROT"
and is available on all streaming platforms here:
https://ffm.to/boyswillbeboys
"WHISKEY TANGO FOXTROT" will be officially out on Sep 12, 2025 on Concrete Jungle Records
PRE-ORDER THE ALBUM NOW:
https://ffm.to/whiskeytangofoxtrot 

EU:
https://www.shop.outofvogue.de/shop/e...
https://coretexrecords.com/Booze-Glor...
https://www.sugarandspice.fr/artist/b...
 

UK
https://www.plastichead.com/artist/bo...
USA:
https://shop.piratespressrecords.com/...
 

FOLLOW BOOZE & GLORY!
  / boozeandglory  
  / boozeandgloryofficial  
https://boozeandglory.com
 

FOLLOW  CONRETE JUNGLE RECORDS!
https://www.concretejunglerecords.com
  / concretejunglerecords  
  / concretejunglerecords  
   / @concretejunglerec  


BOYS WILL BE BOYS lyrics
IN THE DARKEST SPOTS OF THIS TOWN
WHEN THE DAYLIGHT RARELY SHOWS
BORN IN THE 80S - THE KIDS NOBODY WANTS TO KNOW
IN THE WORLD THAT TURNED AWAY
WE STRUGGLED JUST TO COPE
LOOKING FOR THE ANSWERS
AND REACHING OUT FOR HOPE
AIN’T GAVE US ANY OPTIONS,
AIN’T GAVE US ANY CHOICE
WE’RE NOW TO OLD TO CHANGE AND GROW UP
BOYS WILL BE BOYS!
WE NEVER SAY WE'RE SORRY
AND WE GOT THE STORIES TO TELL
MEET US IN THE BACKSTREETS , SEE YOU HELL!
TRIED TO STAY ALIVE , HAD NOTHING TO COVER,
WE AIN’T NO BOTHER!
WE COULDN’T CARE LESS WHAT THOUGHT OF US
HAVING FUN AND ALWAYS ON THE RUN,
THAT CHEEKY SMILE NEVER TRIED TO HIDE
FOR EVERY RULE WE BROKE
THERE WAS THE TRUTH WE HELD INSIDE
WITH THE FIRE IN OUR EYES, NOBODY’S TOYS
WITH THE PRIDE IN OUR HEARTS YOU CAN’T DESTROY
IN THE COUNCIL ESTATES BORN AND RAISED
WE’RE FOLLOWING THE WAY YOU CAN'T RETRACE


«Το ημερολόγιο ενός βιβλιοπώλη»- Shaun Bythell (Key books)

«Το ημερολόγιο ενός βιβλιοπώλη»- Shaun Bythell (Key books)



 Ένα πραγματικό ημερολόγιο καταγραφής της ζωής στο βιβλιοπωλείο-παλαιοβιβλιοπωλείο του Σον Μπάιτελ. Ενός νεαρού, που μετά το πανεπιστήμιο, αγόρασε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο στο Ουίγκταουν , στη Σκωτία (το δεύτερο μεγαλύτερο).

Πόσο συναρπαστική μπορεί να είναι η ζωή σε ένα χώρο γεμάτο βιβλία? Για τους περισσότερους ελάχιστα. Θα προτιμούσαν τη ζωή ενός στελέχους, ενός μπαρίστα, ενός μοντέλου, ενός μεγαλοδικηγόρου, μεγαλογιατρού. Για όσους όμως η μυρωδιά του χαρτιού, το άγγιγμα της πλάτης του βιβλίου, η έκπληξη μπροστά σε μια παλιά έκδοση σημαίνουν κάτι, πολύ. Ο Μπάιτελ, κάνει ακόμη και το λογιστικό κομμάτι της ζωής του βιβλιοπώλη, να έχει ενδιαφέρον. Ο ισολογισμός εσόδων, εξόδων, τα ενθαρρυντικά ή αποθαρρυντικά μηνύματα από τη λογίστρια, το ψάξιμο για εποχιακούς συνεργάτες, η επαφή με πλανόδιους μεσάζοντες στην πώληση παλιών βιβλίων και κύρια η ανίχνευση παλιών αξιόλογων βιβλίων σε βιβλιοθήκες προς πώληση. Εκεί είναι το ένα από τα δύο πιο όμορφα, ανθρώπινα, δημιουργικά και ζωντανά τμήματα του βιβλίου. Οι περιπέτειες με ένα παλιό βανάκι, σε βιβλιοθήκες συνταξιούχων, που ελπίζουν σε ένα τελευταίο εφάπαξ, χήρων που δεν θέλουν πια να θυμούνται, όσα έχουν συνδέσει με αναμνήσεις, παιδιών που αποχωρίζονται ο,τι σήμαινε τη ζωή για τους γονείς τους. Μια ιστορία ανακαλύψεων, αποκαλύψεων, ένα «Χάρτινο σπίτι» (Ντομίνγκεζ) στην πραγματική μορφή του, μια ανασύσταση προσωπικοτήτων από τις βιβλιοσυλλογές τους. Το πέρασμα από κιτρινισμένα, λερωμένα φύλλα, σε ξεχασμένες εκδόσεις ή καλοδιατηρημένα βιβλία, με σκοπό να γίνουν το αποκούμπι σε μια δύσκολη στιγμή. Από ταπεινά σπιτάκια σε επαύλεις ή μοντέρνα διαμερίσματα και λοφτ, παντού υπάρχει μια συλλογή βιβλίων με την ιστορία της. Κάπου εκεί το λιγοστό παζάρι με τον πωλητή, η ανθρώπινη πλευρά του αγοραστή βιβλιοπώλη, όταν βλέπει ανάγκη και μπορεί να βοηθήσει. Η απομυθοποίηση της πρώτης έκδοσης, για βιβλία μαζικής κυκλοφορίας βλπ Χαρι Πότερ, η πληροφόρηση για βιβλία συλλεκτών που εμάς θα μας αφήναν αδιάφορους βλπ τα βιβλία για τους Βρετανικούς σιδηρόδρομους.

Ο Μπάιτελ μιλά για την αγάπη του για τα βιβλία, για την παλιά γενιά βιβλιοπωλών με τους έντυπους καταλόγους πριν την έλευση του Αμαζον, του ιντερνέτ και των εξειδικευμένων σαιτ, τους κυνηγούς βιβλίων που τα μεταπωλούσαν και τη χαμένη σε μερικά χρόνια τέχνη του παλαιοβιβλιοπώλη με γνώσεις, όπως και σε αντίστοιχα είδη βλπ Βινύλια. Μας μιλά για το παλαιοβιβλιοπωλείο του, ένα οργανισμό ζωντανό, με τον ίδιο ,την ιδιόρρυθμη, χίπισσα, νου ειτζ υπάλληλο του Νίκι που διαφωνεί και αυτενεργεί αλλά αποτελεί και τη πιο πιστή του φίλη. Τις μερικής απασχόλησης φοιτήτριες που δίνουν άλλο τόνο και χρώμα στο βιβλιοπωλείο με τη νεανική τους διάθεση. Τη σύντροφο του, που τον ακολουθεί στις δημοπρασίες, όταν δεν ασχολείται σε Λονδίνο και Η.Π.Α με ταινίες. Τους φίλους του, που έρχονται και φεύγουν με μόνο σκοπό το πολιτιστικό φεστιβάλ του Ουιγκταουν, με κύριο θέμα τα βιβλία, μια εκδήλωση που από τοπικής εμβέλειας κατέληξε να κάνει το Ουιγκταουν γνωστό στον πολιτιστικό χάρτη της Μ. Βρετανίας με εμβέλεια πολύ έξω από τα σύνορα της Σκωτίας. Κινητήριος άξονας, η αγάπη για το διάβασμα, δίχως σνομπισμό, η αγάπη και η έκπληξη για την επόμενη έκδοση, το κυνήγι για το σπάνιο αλλά και για το ξεχασμένο και πάνω από όλα η ανθρώπινη επαφή, ο διάλογος, η ανταλλαγή πληροφορίας, που σηματοδοτεί η ανάγνωση και το μοίρασμα της με άλλους φίλους του βιβλίου. Ο μυστικός κώδικας που σηματοδοτεί η μύηση στο βιβλίο και την μουσική, η ελευθερία στη σκέψη, η αποδοχή του διαφορετικού και το μικρόβιο της φιλανανγωσίας, μεσα από καθημερινές ισοτρίες.

Το δεύτερο κομμάτι του βιβλίου, που το καθιστά μοναδικό, η περιγραφή των πελατών και των σχέσεων τους με το κατάστημα. Εποχιακοί, συνδρομητικοί, τουρίστες και περίεργοι, όλοι είναι εκεί. ‘Άνθρωποι που θα μπουν για να ζεσταθούν από τη βροχή ή για να διαμαρτυρηθούν για το κρύο στο βιβλιοπωλείο (παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του Σον να αποκαταστήσει τη θέρμανση και μόνωση). Άνθρωποι που θα ζητήσουν έκπτωση στην προσφορά. Άνθρωποι που θα ζητήσουν να αγοράσουν το βιβλίο στην αρχική αναγραφόμενη τιμή που ίσως είναι σε νομίσματα ακόμη και εκτός κυκλοφορίας. Όσοι πουλάνε και δεν ικανοποιούνται από την τιμή που τους δίνεται, γιατί είναι πεπεισμένοι ότι έχουν μοναδικά κομμάτια. Πελάτες που πετάνε από την χαρά τους γιατί ανακαλύπτουν βιβλία που τα ψάχνουν χρόνια, ή τους φέρνουν σε επαφή μέσω σημειώσεων και αφιερώσεων με το παρελθόν τους ή της οικογένειας τους. Το βιβλιοπωλείο είναι ένα χωνευτήρι αναμνήσεων και στιγμών που διαφυλάττει, με τα βιβλία χάρτινους φύλακες και τον Σον Μπάιτελ ακοίμητο θεματοφύλακα.

Το βιβλίο είναι γραμμένο με την μορφή καθημερινού ημερολογίου, με μερικές πολύ όμορφες λεπτομέρειες, που τονίζουν την αλλαγή ανάμεσα στο φυσικό και το ηλεκτρονικό εμπόριο και σε κάνουν συμμέτοχο στην αγωνία αλλά και τις όμορφες στιγμές του παλιο βιβλιοπώλη. Έτσι διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, λειτουργώντας σαν ένα ζωντανό χρονικό μια επιχείρησης αλλά και μας τέχνης που χάνεται.

«Το ράμα» -Γιάννης Σιδεράκης (Οξύ)

 «Το ράμα» -Γιάννης Σιδεράκης (Οξύ)



Το ραμα ενώνει δυο κομμάτια γης , χωρίζει δυο θάλασσες, είναι τόπος προσκυνήματος και δεσίματος, εκεί που τρέχει η μοτοσυκλέτα, ανεμίζει το μαλλί, ο δρόμος είναι μια ευθεία με τη θάλασσα συμπαραστάτη και το ροκ ν ρολ από ιδέα και ήχο να γίνεται γήινη μυρωδιά και να αποκτά υπόσταση. 

Στο χώρο αυτό τοποθετεί ο Σιδεράκης το νέο του πονημα. Μια ιστορία, τριών γενιών, εν μέσω υποσχέσεων , απογοητεύσεων με κοινούς τόπους, την αγάπη για τις μοτοσυκλέτες, το δρόμο και το ροκ ν  ρολ. Ήρωας του ο Ροκάς, ένας φίλος που όλοι εμείς οι ροκερς η ροκάδες είχαμε, έχουμε, θα έχουμε. Επανάστασης συνειδητοποιημένος, όχι με μολότοφ αλλά με την ψυχή και τις πράξεις του. Περιθωριοποιημένος αλλά και σεβαστός γιατί είναι ένας γνήσιος εραστής, της μοναξιάς και της μηχανής που διατρανώνει με κάθε πράξη του, δίχως φανφάρες, με ταπεινότητα, εξοβελισμένος από την μάζα, στο περιθώριο, μιας άψυχης, άνευρης κοινωνίας,  την πίστη του, στον άνθρωπο, την μουσική, το όνειρο. Όλοι έχουμε τέτοιους φίλους, κάποιοι χάθηκαν στην αχλή του χρόνου και των υποχρεώσεων, κάποιους τους αφήσαμε να φύγουν, έρμα στην ανοδική πορεία του αερόστατου μας, που ξεφούσκωσε από τις δυσκολίες και τις κακουχίες της ενήλικης ζωής. Αυτοί ήταν εκεί να μας θυμίζουν τα ωραία και να τείνουν χείρα βοήθειας, δίχως να ζητάνε τίποτα παραπάνω από μια κουβέντα στη μπάρα και μια βόλτα με τη μηχανή, την παρέα και την ανθρωπιά που χάσαμε στις πόλεις της ασφάλτου και τα αγροτικά συλλαλητήρια για τα ευρώ δάνεια.

Ο Γιάννης Σιδεράκης, δεν είναι λόγο πλάστης , δεν είναι κάτι άλλο από την αγνή πάστα των λογοτεχνών που μιλάνε για πάθη. Αν έχετε αγαπήσει Μυριβήλη και Καραγάτση, έχετε εδώ ένα παιδί τους. Λαϊκό όχι λαϊκίστικο, γνήσιο, μιλά με λέξεις απλές, όχι απλοϊκές, όχι περίτεχνες, δίχως τον αέρα των λογοτεχνικών σαλονιών και των ενθέτων στις Κυριακάτικες εφημερίδες. Μιλά για καταστάσεις γνώριμες, τα όνειρα για μια δική μας δουλειά, το μαχαίρι στο λαιμό από τα χρέη, τις κλειστές πόρτες, την απέλπιδα προσπάθεια να δανειστείς, να βρεις ένα χέρι βοήθειας, που θα έρθει από αυτόν με τα λιγότερα, αυτόν που πιστεύει στον άνθρωπο και οχι στα ομόλογα και τα προσύμφωνα, τον Ροκά, τον γνήσιο άνθρωπο.



Ο συμβολισμός της μηχανής στη ζωή ενός ανθρώπου, που τον  ξεπερνά ο χρόνος και ο χώρος αλλά αυτός γερνά άθικτος στην πατίνα του, με μόνη αγάπη τη μηχανή και τη μουσική είναι κατανυκτικός. Πρέπει να έχεις περάσει βραδιά στη μπάρα του παλιού Stand ( μέχρι το 90) στα Εξάρχεια, να έχεις ξενυχτήσει με τη μηχανή ή το λεωφορείο στην άκρη της θάλασσας σιγοτραγουδώντας το ροκ της γενιάς σου για να νιώσεις την μπίρα ,το αλάτι και τα λάδια να σου καίνε τη ματιά και να σκοτεινιάζουν την αυγή, πριν η μουσική και ο ήχος της μοτοσικλέτας γκρεμίζουν τα ψεύτικα τείχη που υψώνουν κόμματα και καριέρες που καταλήγουν σε κενές ματιές και υποταγή.

Τρεις γενιές, ο σύνδεσμος, μια κόκκινη μοτοσυκλέτα, που δεν πούλησε ποτέ πολύ και ήταν δύσκολη σε όλα ακόμα και στο να βρεθούν ανταλλακτικά και ένας άνθρωπος που εν γνώση του και εν μέρει μέσα στην αδυναμία του, να βρει μια σύντροφο, αναζητεί σε αυτή το νόημα της ζωής του. Η ίδια το ανταποδίδει, ένας φόρος τιμής στην Κριστίν του Στίβεν Κινγκ έστω και άθελα του.

Η ιστορία, της επαρχιακής πόλης, που η πρώτη βόλτα με μηχανή με τον Ροκά οδηγό και αγρίμι στην μικρή επαρχιακή πόλη, δαχτυλοδειχτούμενο, καταλήγει σε περιπέτειες για ανταλλακτικά στην Ιταλία, από έναν Άνθρωπο που μέσα στην αδυναμία του να συνδεθεί με άλλους ανθρώπους, λατρεύει το μόνο πράγμα που του ανταπέδωσε αγάπη. Ξεπερνά τα όρια, της γλώσσας, του φόβου για το άγνωστο και με οδηγό την αγάπη του για την μοτοσυκλέτα του, στα πριν το διαδίκτυο χρόνια, ζει την δική του Οδύσσεια, με μόνη σκέψη-οδηγό να βρει σε μια άγνωστη χώρα, μια άγνωστη γλώσσα τα ανταλλακτικά για τη μοτοσυκέτα του. Η αγάπη για τα δίτροχα, που μαζί με την καλοσύνη των ξένων θα τον ανταμείψει, σε ένα κεφάλαιο, πραγματικό διαμάντι για το βιβλίο- δυσκολονόητο για τη νέα γενιά των ονλαιν παραγγελιών, τόσο γνώριμο για τις παλιοσειρές του 20ου αιώνα. Ο Σιδεράκης παρακολουθεί, περιγράφει, εμπλέκεται και συγκλονίζει με την αγάπη του στον Ροκά, για όσα σημαίνει και όσα ο ίδιος κάνει, δίχως να ζητά αντάλλαγμα με οδηγό την πίστη στον άνθρωπο και στο Θεό. Μια βαθιά εσωτερική πίστη, στην καλοσύνη του ανθρώπου και του σύμπαντος, πίστη στην δύναμη πέρα από εμάς. 

Το φθαρτό του  Ανθρώπου δεν τον εμποδίζει να ψάξει για το καλύτερο για την μηχανή του, η ιδέα ότι το εργαλείο του 70, θα συνεχίσει να τρέχει στους δρόμους, ζωντανό,  με τον γιο του φίλου, του, ακόμη στο δημοτικό. Η ανάγκη της συνέχειας και του να αφήσεις κάτι ζωντανό για εσένα, σε αυτούς που θα το φροντίσουν. Ο θάνατος είναι μια στιγμή μετάβασης ή ένα τέλος, αλλά για τον Ροκά και τους φίλους του είναι μια ακόμη στιγμή στην πίστα της ζωής, ένας φόρος τιμής από και προς έμψυχα και «άψυχα» πράγματα.

Μακριά από ψυχαναλυτικές θεωρίες και φιοριτούρες των λογίων των σαλονιών, μακριά από ταξικές δομές και κομματικά τσιτάτα, δίχως τα κολλήματα της ροκ κουλτούρας και κοινότητας, ο Γιάννης, μιλά για το τέλος του Ροκά, και θυμίζει άθελα του το τέλος του Quadrophenia , εκεί που ο χωρισμός του Τζίμη από τη βέσπα του, αφήνει τα πάντα στο κενό. Εδώ δεν έχουμε ηρωικό τέλος όπως στον ξένοιαστο καβαλάρη, ο καρκίνος, εξισώνει τους πάντες, αλλά ο Ροκάς, χαμόγελά ξέροντας ότι η κόκκινη μοτοσυκλέτα του, θα συνεχίσει να ταξιδεύει.



Η κόκκινη μοτοσυκλέτα του Ροκά, και μετα θάνατον έχει μια θέση στον μύθο των δρόμων, που συνεχίζει, με τον φίλο του Ροκά και τον γιο του, να την βγάζουν έξω  στο δρόμο, να καίει λάδι και βενζίνη, μέχρι να βρει τον επόμενο αναβάτη που θα του χαρίσει την αγάπη της. Γιατί ο σκοπός της είναι να τρέχει στον ανοιχτό δρόμο και να χαρίζει το γουργουρητό της σε ελεύθερες ψυχές έστω για λίγο μακριά από τη μιζέρια της καθημερινότητας.

Το βιβλίο είναι άνισο και επικίνδυνο σαν κινούμενη άμμος. Σε ξεγελά και σε αρπάζει, σε βυθίζει μέσα του, σε σκίζει και σου θυμίζει τι ήσουν, τι έγινες, τι άφησες, σου θυμίζει απογοητεύσεις, ανθρώπους που σου γύρισαν την πλάτη και τι, ποιος έμεινε δίπλα σου, όταν όλα ήταν μαύρα. Κόντρα στην εποχή της ψυχανάλυσης, θυμίζει ότι ο δρόμος και η μουσική αποτελούν το αποκούμπι  των απανταχού ελεύθερων πνευμάτων και όπως λέει ο Ροκάς αν η μουσική ήταν ταχύτητα θα ήταν τρίτη.

Βάλτε λοιπόν τρίτη κι ταξιδέψτε με τον Σιδεράκη, θυμηθείτε μοτοσυκλέτα, μουσικές, φίλους, απογοητεύσεις και δόξες. Βάλτε δυνατά το glory days του Springsteen, το don’t make them like you  any more του Gallagher κ κλείστε με το τραγούδι που θα παίζει όταν εγώ περάσω το Ραμα (με αμάξι, γιατί ούτε με ποδήλατο δεν τα πάω καλά) iron horse Motörhead

On Iron Horse he flies

On Iron Horse he gladly dies

Iron Horse his wife

Iron Horse his life 


Σε ευχαριστούμε Γιάννη, γιατί θυμίζεις βραδιά που πέρασαν, ανθρώπους που αφήσαμε η μας άφησαν και πάνω από όλα για την καθαρότητα της ματιάς  σου. Keep on rocking and writing brother, ένα βιβλίο για τους πραγματικούς μηχανόβιους και όχι τις δηθενιές τύπου sons of anarchy.

Η παρουσίαση αφιερώνεται στον σχολικό φίλο και αυθεντικό Ροκά της δίκης μου παρέας, Τάκη Μαρκίδη που συνεχίζει να ζει το ροκ ν ρολ σαν τρόπο ζωής , δίχως φτιασίδια, γνήσιος, πληρώνοντας τους λογαριασμούς του, με χαμόγελο και βαριά riff και την δική του κόκκινη μοτοσυκλέτα σύντροφο, στα ταξίδια.

https://brainfood.gr/proion/to-rama/


Dug Pinnick - " Thingamajigger"

 Dug Pinnick - " Thingamajigger"


 


This album is pure joy for the listener who likes modern hard rock with groove and melody. Pinnick has a trademark voice that of course reminds his day job band  KINGS X but in his solo works he is more funky and less complicated/progressive oriented than KINGS X. The album 's sound owes a lot to bands like SOUNDGARDEN, AUDIOSLAVE and the black funk rock community of the early 70s with the addition of the guitar driven Hard rock sound of the 670s US. 




From the opener "Climbing Up the Mountain" to the closing track "Believe It", Pinnick paints his music with dark colors and high octane grooves ,mesmerizing the listener , never letting his attention be distracted. Songs like "The Alarm"and "The One Thing" are full of vigorous passion and the ability to combine classic Hard rock with modern low tune metal bands without giving land and water to the more low end sound of today's modern metal bands. His inherent sense of melody upgrades the songs and his craftsmanship as songwriter shines at songs such as  "Love Defines You" and "The valley". Staying on the more straight rock sound of KINGS X adding some extra feeling and groove "Thingamajigger" is a shining addition to Pinnick's personal discography, that would delight his old fans and earn him a few new ones more with its contemporary sound. 

 

No exaggerations, no over technical aspects, complex timing etc, on the contrary groove,melody and immensity along with high level songwriting.An album to groove on and dream on, with.

7




LETHAL X- "90 tons of thunder"

 LETHAL X- "90 tons of thunder"



Listening to this album with no look at the info, got me puzzled, the RACER X mark was all over it and after seeking more information it all became crystal clear. Jeff Martin, drummer and singer for RACER X made this new band with Harry Gschösser on drums,Mike Szuter on bass and Milan Polak on guitar they have created a great JUDAS PRIEST like metal album with the participation of Paul Gilbert in a few songs along with Billy Sheehan

 

American Heavy metal influenced from the golden days of PRIEST were talking about the "Defenders of the faith" era, with amazing guitar dwelling and great  vocal melodies. The main axe man who drives the band is Milan Polak a talented musician who works perfectly and in harmony with Gilbert at songs like "Daredevil". On the other hand the band has its own style a bit modern and more aggressive at songs like "Dead By Sunday", "Tormental", "God, Guts, Faith and Glory" more classic metal at others "Fallen", "Running Away From Freedom", showing that they don't want to regenerate the golden 80s but on the contrary to leave their mark as a solid American metal band who likes the heavy metal at its purest form, the one that was taught by the mighty PRIEST but adding their own elements. 


 

LETHAL X is a band that creates aggressive metal music, loving the heavy on the heavy metal title, injecting it with guitar driven melody that aims straight to the heart of the listener with melodic, razor sharp riffs. A real successor to RACER X , they deliver on their footsteps without copying,only inspired by their own musical legacy with Jeff Martin proving he still got more than enough to deliver, in the metal scene. 

An injection of freshness and authenticity in the US metal scene of today where trends are stronger than musicianship.

7,5

Τζόναθαν Λέθεμ – Κόκκινες βασίλισσες (Κεδρος)

 

Τζόναθαν Λέθεμ – Κόκκινες βασίλισσες (Κέδρος)

Ένα βιβλίο για απαιτητικούς αναγνώστες. Πιστό στην μοντέρνα αμερικανική ογκώδη, πολυεπίπεδη μυθιστοριογραφία στα βήματα των ΝτεΛίλο, Ρίτσαρντ Πάουερς, αγγίζει μια ευαίσθητη όσο και ξεχασμένη πλευρά της Αμερικανικής ιστορίας. Οι Αμερικανοί κομμουνιστές, από την εποχή της οργάνωσης, δικτύωσης πριν τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, ως τις μέρες μας, σε μια περιγραφή μέσα από την ιστορία μιας οικογένειας.


 

Η μητέρα Ρόουζ Ζίμερ εβραία που έχει αποκηρύξει τη θρησκεία ως άγκυρα στην εξέλιξη της ως πολιτικοποιημένου όντος αποτελεί τον πυρήνα της οικογενειακής ιστορίας, που εξελίσσεται από τα χρόνια πριν τον Β’ ΠΠ έως τα κινήματα κοινωνικής ανυπακοής/ευαισθητοποίησης του 21ου αιώνα. Η Ρόουζ μέσα από την προσωπική ιστορία της καθώς και των δορυφόρων αντρών στη ζωή της, του συζύγου, του ξαδέλφου, των εραστών της, μας δίνει το πρώτο στίγμα, για έναν άνθρωπο, για τον οποίο, ο κομμουνισμός κερδίζει τη θέση του στο δρόμο, στην καθημερινή μάχη στους χώρους εργασίας αλλά και διαβίωσης. Αγωνίστρια, όσο και ισχυρογνώμονας, εφαρμόζει την «ορθή» κομματική/ιδεολογική πρακτική στη γειτονιά της το Σανισάιντ, του Κουίνς. Ελέγχει τους πάντες, νέα ζευγάρια, παλαιούς συντρόφους. Όλοι υπόκεινται στο άγρυπνο «κομματικό» μάτι της. Το ίδιο «κομματικό» μάτι, που δεν θα αντέξει να συναγελάζεται το κόμμα και θα την διαγράψει σε ανύποπτη στιγμή. Ο γάμος της με το Γερμανό Εβραίο, πρώην αριστοκράτη πρόσφυγα Άλμπερτ, θα δώσει τη Μίριαμ, μια κόρη που θα βρεθεί σύντομα δίχως πατέρα αλλά με μια μητέρα κέρβερο στην πολιτική της ανατροφή και «σκύλα» στην διαπαιδαγώγησή της. Η εποχή της αμφισβήτησης και του υδροχόου, θα δώσει στη Μίριαμ, το εφαλτήριο για να αφήσει μακριά την συμβίωση με τη μητέρα της και με τον νέο σύντροφο και άνδρα της φολκ τραγουδιστή Τόμι Γκόγκαν. Θα ξεκινήσει τον δικό της αγώνα, για τα πολιτικά δικαιώματα και τη γυναικεία χειραφέτηση, με μια ευρύτερη «αριστερή» προσέγγιση, μακριά από τον ισοπεδωτικό χαρακτήρα και πολιτική κατεύθυνση της μητέρας της, αλλά εξίσου μαχητικά.

Οι άνδρες που θα παίξουν ρόλο στη ζωή των δύο γυναικών, θα έχουν το δικό τους κεφάλαιο ο καθένας. Ο «θετός» γιός του εραστή της Ρόουζ, μαύρου αστυνομικού Λούκιν, Σίσερο, ένας καθηγητής, ομοφυλόφιλος, που αγωνίζεται να ξεφύγει από το παρελθόν του και να ξορκίσει τις ισχυρές παρουσίες των γυναικών στης ζωή του, χαμένος στο κολλέγιο μιας μεσοδυτικής πολιτείας.

Ο πρώην σύζυγος της, Άλμπερτ, που θα καταλήξει να χτίζει τον κομμουνισμό στην Ανατολική Γερμανία και μέσα από την αλληλογραφία με την κόρη του Μίριαμ, θα ξετυλίξει την ιστορία του. Την ιστορία της φυγής, της αδυναμίας συμβίωσης με την Ρόουζ και τις αρνήσεις της, της νέας πατρίδας, νέας οικογένειας, της ασθένειας, του χωρισμού και της μοναξιάς. Αιώνιος κυνηγός της χίμαιρας, ανίκανος να αγαπήσει και να αφοσιωθεί σε κάτι παραπάνω από την ιδεολογία του, θα πεθάνει εκλιπαρώντας τα πολιτικά του όνειρα, να δικαιολογήσουν τις προδοσίες και τη φυγή του.

Ο Εβραίος εξάδελφος Λένι Άνγκρας, σκακιστής, εκτιμητής νομισμάτων, θα ανταλλάξει την επανάσταση, με τη μονογραφία του για τα αμερικανικά δολάρια. Τη ζωή του, για έναν ανικανοποίητο, ατελέσφορο έρωτα με τη Μίριαμ, μέχρι να σταματήσει τη ζωή του στην ίδια συνοικία που τον κατάπιε, από την αρχή της γέννησης του, το Σανισάιντ.

Ο Τόμι Γκογκαν, ένας μέτριος τραγουδοποιός, που η φολκ καριέρα του, θα είναι ζωντανή, μέχρι τη στιγμή που ο Μπόμπ Ντύλαν θα αποφασίσει να γίνει ηλεκτρικός, αλλά η ζωή του, θα αποκτήσει ουσία μετά τη γνωριμία του με την Μίριαμ. Αυτή θα τον οδηγήσει στην ίδια την έμπρακτη επανάσταση και το τέλος τους. Μαζί με το μοναδικό του άλμπουμ, θα γνωρίσει την επιτυχία, την αναγνώριση και την έμπνευση, πολύ μακριά από την ασφάλεια της Νέας Υόρκης.

Η Μίριαμ, η κόρη που γυρνά την πλάτη στο κατεστημένο, όχι μόνο της Αμερικής των ευκαιριών, αλλά και του οργανωμένου αγώνα μέσα από το κομμουνιστικό κόμμα. Ο Τόμι Γκόγκαν, τα κοινόβια και οι κουακέροι, θα είναι τα απάγκιά της. Η συμμετοχή της σε ένα τηλεπαιχνίδι γνώσεων, η μεγάλη ήττα από το κατεστημένο, που αρνείται, μέχρι εκείνο να ξεσκεπάσει την αδυναμία της να επιβιώσει, μακριά από το αστικό περιβάλλον των Η.Π.Α που της επιτρέπει να είναι επαναστάτρια εκ του ασφαλούς. Ο γιός της Σέρτζιους, η κληρονομιά της στην επανάσταση.

Η Νικαράγουα των Σαντινίστας, θα αντικαταστήσει τα πάρτι και τα κοινόβια της εποχής της αμφισβήτησης. Η Μίριαμ με τον Τόμι, θα βρουν εκεί το βιολογικό τέλος τους, προσπαθώντας να επανακτήσουν την έμπνευση ο πρώτος, που θα την βρει έστω και αργά, την ουσία της αντίστασης στο κατεστημένο η δεύτερη. Όλα αυτά λίγο πριν χαθούν παραδομένοι στα χέρια των ληστών που ντύνονται επαναστάτες, με διαφορετική στολή κάθε εβδομάδα.

Η Ρόουζ συνδετικός κρίκος, θα αποτελέσει το κλείσιμο των αναζητήσεων του Σέρτζιους, για την καταγωγή του. Αυτή θα γίνει για πρώτη φορά η τομή των κύκλων της ζωής του με αυτούς του Σίσερο. Δύο συγγενείς εξ αίματος και εξ αγχιστείας που θα συναντηθούν πάνω από το απομεινάρι της παλιάς αγωνίστριας σε ένα οίκο ευγηρίας αλλά και στο κολέγιο του καθηγητή.

Οι γυναίκες ορίζουν την επανάσταση, σαν πράξη πολιτική, σεξουαλική, κοινωνική με τους άντρες απλά πιόνια, συνοδούς, όμως ποτέ δεν την ολοκληρώνουν. Την επιζητούν, αλλά την χάνουν. Προσπαθούν, βιώνουν, παλεύουν, αλλά στο τέλος βρίσκονται ακόμη πιο μόνες, απογοητευμένες, γιατί η προσπάθεια να δικαιολογήσουν την μοναξιά και την ατέλειά τους, μέσα από αγώνες και κοινωνικά κινήματα, δεν καλύπτει τις ανασφάλειες και τα κενά τους. Η φλόγα τους όμως, λειτουργεί σαν καύσιμο για άνδρες, μικρούς και αδύναμους μόνους, να τοποθετηθούν σε καιρούς αλλαγών. Πυροδοτεί αναφλέξεις, χαρακτήρων, πράξεις και οδηγεί, τους άνδρες της ζωής τους, σε υπερβάσεις, δημιουργικότητα, φυγή, αποτυχία, πρόσκαιρη δόξα αλλά και αποτυχία. Είναι το καύσιμο και η κινητήρια δύναμη, για κάθε τι καλό ή κακό, στην ζωή των ανδρών τους που ακόμη και σε απόσταση από αυτές κινούνται εξαιτίας του φόβου της συνάντησης ή της απόρριψης σε διαδρομές επαναστατικής σύγκρουσης ή παράδοσης στο πεπρωμένο.

Η γνωριμία του Σέρτζιους, ενός παιδιού επαναστατών, μεγαλωμένου σε κουακερικό σχολείο εμποτισμένου με το πνεύμα του πασιφισμού, θα θέσει σε κίνηση τα γρανάζια της επανάστασης. Η τελευταία πρόκληση, η αρχή του τέλους, η πραγματική πράξη αντίστασης, επανάστασης, θα έχει ακόμα μια φορά, κινητήριο δύναμη μια γυναίκα, την καταληψία, φολκ τραγουδίστρια Λίντια όμως ο υλοποιητής θα είναι ο εγγονός της κομμουνίστριας, γιός της μαχητικής φιλελεύθερης και του πασιφιστή τραγουδιστή. Ο κουακέρος, που θέλει να αναπνεύσει, να αποκτήσει τη δική του φωνή, στον κόσμο της πολιτικής ορθότητας, στον κόσμο, που ο φόβος της τρομοκρατίας δικαιολογεί την κάθε είδους παρενόχληση, την κάθε είδους καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σε αυτό τον κόσμο, έμπρακτα πλέον, ο εγγονός και γιός, θα αλλάξει τους όρους και θα υψώσει το ανάστημά του, έστω και για μία στιγμή.

Ο Λέθεμ, μέσα από ένα οικογενειακό ιστορικό, χτίζει ένα βιβλίο, που σε ρουφάει με την σπειροειδή γραφή του, από το παρελθόν στο παρόν, μέσα από ιστορίες που σαν κομμάτια της σπείρας συμπληρώνουν το παζλ, που οδηγεί από την πνιγηρή ατμόσφαιρα της προ Μακαρθικής Αμερικής, στην Αμερική της μετά την 11/9 εποχής. Η οικογενειακή ιστορία, δίνει τη θέση της, σε προσωπικές μικρές ιστορίες, που αποτελούν τις ψηφίδες που συμπληρώνουν το χρονικό της προσωπικής πορείας της Ρόουζ. Παράλληλα παρακολουθούμε τη μετάβαση του κομμουνιστικού κινήματος σε νέες μορφές δράσης, τις αλλαγές των ίδιων των αμερικανικών κομμουνιστών, σε νέους πιο δραστήριους, πιο σκεπτόμενους, λιγότερο εξαρτημένους από τις κομματικές νόρμες σκεπτόμενους και ενεργούς πολίτες.

Η προσωπική ζωή, θυσιάζεται στον μεγάλο σκοπό, οι δυνατοί χαρακτήρες ρουφάνε τους αδύνατους, καταπιέζουν. Η μητριαρχία ανάγεται στο πολίτευμα της επανάστασης και στο τέλος, ο άνδρας, από ευνουχισμένο αρσενικό δίνει την νότα της αντίστασης, στο πανταχού παρών κατεστημένο. Βαθιά ανθρώπινο, βαθιά πολιτικό, βαθιά αντισυστεμικό, ένα μεγάλο μυθιστόρημα, με χαρακτήρες, που δίνουν νόημα στην έννοια αγώνας αλλά και στην έννοια εγωισμός. Διαβάζεται δίχως διακοπή.

 

Διαβάζεται με τη συνοδεία του Woodstock: Music from the Original Soundtrack and More

Bernie Marsden- "Icons"

 Bernie Marsden- "Icons"



Post death releases usually leave listeners unaffected.Bernie Marsden is not the case. His latest releases were tributes to his influences,/peers mostly blues guitar masters that represent their work with gusto, finesses and personal taste.Marsden on his own became a monument for the British blues and Hard rock scene and was responsible for the most acclaimed WHITESNAKE era, with his ballsy, meat and potatoes blues rock approach in songwriting. In this album a tribute to his musical influences he interprets songs widely known and without making ground breaking changes, he adds his personal stamp. I would suggest you to listen to "Calling card' to understand how a great song by Rory Gallagher can be altered, improved is a strong word and sound equally intriguing, challenging and catchy without leaving the blues era but also without been another blues standard rendition. Marsden, with his unique, "mellow" guitar sound , knew where to put the extra note or chords to give some extra depth to well known and loved classics. 

 


He dares to cover classics by guitar masters like Hendrix, Clapton, Gallagher, Green, Duane Allman and keep the project fresh and interesting. "Shake Your Money Maker", "Bell Bottom Blues", "Purple Haze" (not in the hippie edition you re used to listen to), "Born Under A Bad Sign",  "Wheels Within Wheel", "Calling Card" in a stormy rendition, "Oh Well","Jessica","Man Of The World" are among the tunes he covers and comes up with some interesting, never dull or stereotype approaches.

 For those of you who still are not familiar with his own work, check this album as a smooth and challenging introduction , to a person and musician deeply missed.

 

7,5

Mark Morton- "Without the pain"

 Mark Morton- "Without the pain"



It is not unusual for the United States born and raised musicians when they re coming if age to make something of tribute to their musical roots. So LAMB OF GOD guitar player Mark Morton makes a solo/personal album where Southern Rock, Country  and Outlaw Country meets and raises the beer or bourbon glass depending the song. You would expect Morton to unleash some fury and anger but he chooses the opposite direction. Groove, acoustic tracks, Southern swagger, country sing along all in an album that has more guests than the Pope's funeral. 

 


Big names from the extreme metal genre to Southern Rock are participating and giving the songs some extra depth.The songs are funky, honky tonk rock n rollers, countrified ballads, country rock ballads that aim to the trackers, the rockers and the hillbillies of this world,aiming more to the heart than to the brain. Darker at "Nocturnal Sun" (feat. Troy Sanders & Jared James Nichols), more country and tearful at "Home" (feat. Travis Denning). Morton prays simplicity and honky tonk, bar room rock n roll and you can listen to "Hell & Back" (feat. Jaren Johnston) ,heart breaking "Come December" (feat. Charlie Starr & Jason Isbell) , powerful and slow burning, moody,  "Dust" (feat. Cody Jinks & Grace Bowers) or rocking "Forever In The Light" (feat. Tyler Bryant) to understand Mark knows the game and what and how he wants to pass to his listener. Outside the limits and barriers of metal music he gives us a heartwarming Southern, country rock album that has SKYNYRD and ALLMAN along with 90s country and Nashville written on it. To close the album, as a tribute to his influences he chooses a real "difficult" SKYNYRD song , "The Needle And The Spoon" (feat. Neil Fallon) to make his love for Southern rock and country understood, in a lower and more addictive tuning.The other thing that gives an extra boost to the album, is that all collaborators share Morton's vision, giving us a true pleasure for the ears. 

 

Forget distortion and extreme measures, here is a true Southern praying to the gods of music and Southern rock.

8


“De Mysteriis”- Χρυσόστομος Τσαπραΐλης (Αντίποδες)

 “De Mysteriis”- Χρυσόστομος Τσαπραΐλης  (Αντίποδες)



Προσωπική συμπάθεια και κατά την άποψη μου από τους πιο ελπιδοφόρους συγγραφείς στην κατηγορία, λογοτεχνία του φανταστικού, Τρόμου, ο Χριστόφορος Τσαπραΐλης  μας παραδίδει το νέο του πόνημα. Στην τρίτη συλλογή διηγημάτων του, παραμένει ανάμεσα στο άχρονο και το ψυχρό. Τοποθετημένο χωροχρονικά στις σκοτεινές περιοχές των Βαλκανίων, της Κεντρικής Ευρώπης, της Ελλάδας και της Αθήνας, απλά σε κάνει να δεις με άλλο μάτι, γνωστές τοποθεσίες, ονόματα και ανθρώπους. Από την συλλογή των διηγημάτων του, δεν λείπει η ανισότητα. Λείπει όμως η έλλειψη έμπνευσης, η επανάληψη και η προσπάθεια να αποσπάσει από τον αναγνώστη, τον φόβο, την έκπληξη και την αίσθηση ο,τι τίποτα δεν είναι γνωστό, σίγουρο ή έστω ασφαλές και γνώριμο.

Τα διηγήματα είναι όλα ενδιαφέροντα και ταυτόχρονα άνισα. Το εισαγωγικό «Η εκκλησία» με την black metal αισθητική του, σε κρατά δέσμιο αλλά και σε εισάγει στο στερεότυπο της «σκοτεινής» γραφής, που υπονοεί περισσότερο από ο,τι δείχνει τον πραγματικό τρόμο. Ο φόβος έχει τη μορφή σκιάς που περνά από την πόρτα στο υπνοδωμάτιο αποδομώντας την ηρεμία του ύπνου. Η “Νεκρώσιμη ομίχλη” πατά σε πιο γνώριμα μονοπάτια, με την ακαθόριστη χρονικά Ελληνική επαρχία, τις μνήμες, τους φόβους, την προσήλωση στην λατρεία των παλιών θεών, χθόνιων ή και όχι. Εστιάζει στην ανάγκη του ανθρώπου, να πιστέψει και στη μαγική δύναμη της πίστης έστω και αν αυτή προϋποθέτει θυσίες και προσφορές σε ανθρώπινη ζωή, για να ξεπληρωθούν όσα έλαβαν αυτοί που ζήτησαν δίχως να μετρήσουν το αντίβαρο του αιτήματος τους. Το ”Παγωμένο φεγγάρι” από τα κορυφαία διγήματα του βιβλίου, λατρεύει την φιλία, την  δύναμη μετά το θάνατο, σε μια πόλη χτισμένη στα Βαλκάνια, ζυμωμένη με  παραδόσεις, αίμα και ομίχλη, βαθύ, κατανυκτικό, ομιχλώδες, σιγοτρώει τη ηρεμία του αναγνώστη, που δεν μπορεί να ξεφύγει από το τέλος που διαγράφεται πνιγηρό και σίγουρο ,για την επικράτηση του αρχέγονου, που επιβάλλεται νικηφόρα, ψυχρά και νομοτελειακά, δίχως ίχνος λύπησης στο νέο και “πολιτισμένο”. Οι “Παγανιστικοί φόβοι” πατάνε στο σήμερα, για να σημαδέψουν τις γιορτές και την “εναλλακτική “ προσέγγιση της ζωής, με τους δεσμους με τη φύση και την άλλη πλευρά που τόσο πολύ αρνούμαστε μέσα από την διαφυγή ,καταφυγή στην  τεχνολογία και την εσωστρέφεια του 21ου αιώνα.Τα διηγήματα ακροβατούν ανάμεσα στην γοτθική φαντασία, τον τρομο των “Ισιρθών από την κρύπτη” και την λατρεία του απόκοσμου, με ένα επίχρισμα της ρομαντικής, άχρονης  “τρέλας” της Ζυράνας Ζατέλη, να καλύπτει σαν πρωινή παχνη τα μνήματα στο νεκροταφείο, εδώ τις ιστορίες και τους ήρωες τους, άβουλα πρόσωπα, σε ένα παιχνίδι δίχως όρια και όρους, ,ένας παιάνα στην μητέρα φύση και τους βασικούς θεούς του κόσμου, από την μέρα της γέννησης του, δυστοπικό και άχρονο. 

Στο “Ζωή αιώνια” το τοπίο γίνεται αστικό, σύγχρονο, εν μέσω κρίσης και αστέγων, απομάκρυνσης και έλλειψης ταυτότητας. Μια γυναίκα, αναζητεί τον εαυτό της, την θέση της στο σήμερα, για να ανακαλύψει ότι το χθες της είναι γνώριμο, σαν το εκμαγείο ενός προσώπου καλουπωμένου με το τσιμέντο της ταφής. Μια ιστορία που η λύτρωση δεν είναι η ζωή, αλλά ο θάνατος, η γνώση αποτελεί μονόδρομο για την φυγή σε μια άλλη ζωή, αιώνια και διαφορετική από την επιβίωση στον κόσμο της κρίσης και του υπολογισμένου πανικού και μοναξιάς.



Είναι όμως το τελευταίο διήγημα με τον ταιριαστό τίτλο ” Στη σκόνη του χρόνου”, που ο συγγραφέας ξεφεύγει από τη μανιέρα που ο ίδιος έχει προσεκτικά και επιμελώς καλλιεργήσει, για να μεταφερθεί στο αστικό τοπίο. Σε μια μίξη τρόμου, καφκικού προσδιορυισμου της ζωής στην πόλη, στις παρυφές του σήμερα, κούριερ και λιτανείες λατρείας οφιοειδών σχηματισμών συναντιούνται  ,σε ένα κείμενο σαγηνευτικό και καταιγιστικό. Χώρος του ,η Αθήνα, η Κυψέλη που οι ανηφόρες της και τα δαιδαλώδη στενά σαν πίνακες του Escher, αποκτούν άλλη διάσταση μέσα από την πένα του Τσαπραΐλη . Η αέναη μεταλλαγή, το φίδι που αλλάζει δέρμα και έρπει στην άβολη και άβουλη πόλη, ζητώντας νέο αίμα για την λατρεία που έρχεται ή μήπως είναι πάντα εδώ, ζητώντας δικαίωση και επιβεβαίωση. Μια ιστορία, πυρετική, ασφυκτική, με το πρωταγωνιστή, φυγά στο χρόνο, που του απομένει και αναζητεί την λύση, όχι για να επιβιώσει, αλλά για να βιώσει τη γνώση στην αιώνια αποτία της ζωής,. Αστικός τρόμος, θρίλερ και δοξασίες από την ύπαιθρο στην πόλη, δίνουν μια άλλη διάσταση στην προσέγγιση του  Χρυσόστομου Τσαπραΐλη και δένουν τον αναγνώστη στο άρμα των πιστών της θρησκείας του φιδιού, μαγεμένους από τον υπνωτικό  ρυθμό και τον ζήλο της περιγραφής. Μια νέα οδός δημιουργίας και ανάγνωσης ανοίγει με το κλείσιμο του βιβλίου, ανανεώνοντάς την έννοια του αστικού τρόμου.


Heavier Trip- A heavy metal movie glory sequence or a heavier disappointment

                           Heavier Trip



Λένε συχνά ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται, με τη μορφή φάρσας ,αν δεν προσέξεις. Κάτι τέτοιο συνέβη και με την συνέχεια μιας ταινίας που για πολλούς ήταν το Spinal Tap  των 00ς, Heavier Trip.

Για όσους δεν θυμούνται την μαύρη κωμωδία του Heavy Trip ένα underground Death Metal  σχήμα από τη Φινλανδία, που προβάρει σε ένα σφαγείο, έχει ένα  τραγουδιστή εσωστρεφή, έναν μπασίστα κινητή εγκυκλοπαίδεια της μεταλ σκηνής και όνειρα, καταφέρνει περνώντας δια πυρός και σιδήρου να εμφανιστεί σε ένα φεστιβάλ, μεταφέροντας το φέρετρο με το σώμα του νεκρού ντράμερ τους, φόρος τιμής στην φιλία, την μουσική και την παραδοσιακή μεταλ λογική, «εμείς εναντίον όλων». Με μια σειρά έξυπνες Ιδέες αλλά και εμπλέκοντας τα παιχνίδια ρόλων, τους κατά τόπους λάτρεις των όπλων, την ισλαμοφοβία και την αγάπη για ελευθερία ενάντια στο σύστημα, ο σκηνοθέτης Juuso Laatio, Jukka Vidgren μας έδωσε μια κωμωδία που σε κάνει να γελάς αβίαστα , με τις μεταλ καρικατούρες που δεν γελοιοποιούνται αλλά δίνουν αβίαστα γέλιο, μέσα από τους περιορισμούς τους, τις αντιδράσεις τους και την αντοχή τους στην κακοτυχία. Η σκηνή της «επαγγελματικής» φωτογράφισης του σχήματος, για το ντέμο τους,  με τη βοήθεια των καμερών ταχύτητας και η αλα επικίνδυνές αποστολές πρόσβασης τα αρχεία της τροχαίας, είναι σκηνές κινηματογραφικής ανθολογίας. Αυτά όμως στο Heavy Trip




Σήμερα έχουμε στην οθόνη μας,τη συνέχεια του έργου. Η παρέα είναι έγκλειστη σε απομονωμένες φυλακές, με σκοπό να εκτίσουν την ποινή τους, για όσα έγιναν στην πρώτη ταινία και να επιστρέψουν πιο ώριμοι στην κοινωνία. Σε μια φυλακή που είναι μίξη από Αλκατράζ και παιδότοπο, έρχεται η ώρα που κάνει το κάθε underground σχήμα να σκεφτεί σοβαρά το επόμενο βήμα του. Το κέρδος, η δόξα και η δημοσιότητα, από  έναν ατζέντη που τους προσφέρει μια θέση στο Wacken, απόρροια της δημοσιότητας, όσων συνέβησαν στην πρωτη ταινία. Διαπληκτισμοί, ο φόβος για την επιτυχία και το ξεπούλημα, θα οδηγήσουν το μπασίστα Xytrax  και νυν βιβλιοθηκάριο της φυλακής να ασκήσει βέτο,. Η παρέα κερδίζει και αρνείται το «βρώμικο» χρήμα του ξεπουλήματος στην εμπορικότητα των μεγάλων φεστιβάλ-πρώτο κλισέ-. Όμως ένα οικογενειακό συμβάν που απαιτεί χρήματα, γιατί οι κακές τράπεζες, -δεύτερο πλουτοκρατικό κλισέ-, απαιτούν το σφαγείο (κ προβάδικο) και το σπίτι του κιθαρίστα. Η οικογένεια και  πάλι οδηγεί το σχήμα σε μια απόδραση που θα μπορούσε να είναι άνετα σε ταινία του Λουί ντε φίνες ή του Βεγγου, μπουφονική, αγχωτική και με ακραίες κατατάσσεις. Η συνέχεια εν μέρει κωμική ,εν μέρει αφόρητα κλισέ. Οι IMPALED RECTUM συναντούν τους ήρωες τους που έχουν ξεπουληθεί στο μάνατζερ και είναι ουσιαστικά μουσικοί-μαριονέτες, που εξαρτώνται από τη μισθοδοσία. Σε ένα διαρκές κυνηγητό με την πρώην δεσμοφύλακα, νυν κυνηγό, κομάντο που θέλει στην κυριολεξία τα σκαλπ τους, οι IMPALED RECTUM συναντάνε σε μια εμπνευσμένη σκηνή, ένα μαγαζί με ροκ μεμοραμπίλια, που σατιρίζει εύστοχα τις εμμονές των μεταλλάδων, ανταποκρίνονται στις «ντροπιαστικές» ενοχές τους, ο «αντεργκραουντ» μπασιστας λατρεύει τις ΒΑΒΥ METAL, δείχνοντας ότι δεν είναι τα πάντα σκοτεινά. Η φιλία τους δοκιμάζεται, όταν ηχογραφουν το πρωτο brutal death metal single τους το "Prisoner of Flesh", που ο ατζέντης  Fisto κ ο μηχανικός ήχου μετατρέπει σε ένα μοντέρνο  melodic deathcore τραγούδι με ηλεκτρονικά στοιχεία και το μετονομάζουν σε "To Die For». Όταν το ανακαλύπτουν, διαφωνούν και το σχήμα διαλύεται από τον κακό ατζέντη που θέλει μόνο τον τραγουδιστή Turo. Αυτός, ανάλγητος και φιλοχρήματος, θα  βγάλει τον Turo επι σκηνής με μια πληρωμένη μπάντα να τον υποστηρίζει φορώντας το καπέλο του Lemmy για μεγαλύτερη βαρύτητα. Κλισέ, με γνήσιους και ξεπουλημένους μουσικούς, χρήματα που κλείνουν σπίτια και εξαγοράζουν συνειδήσεις, τραγούδια που μεταλλάσσονται χάρη τη εμπορικότητας ,εν αγνοία των μουσικών, στο στούντιο και ένα τέλος που πραγματικά θέλει φαντασία για την κακογουστιά του, συνδυάζοντας τον Μπατμαν με τους μπλουζ μπράδερς σε ένα λασπωμένο και κρύο Wacken.


Το Heavier Trip είναι ουσιαστικά μια ταινία μουσικής καταδίωξης και ωρίμανσής. Το αντεγραουντ γίνεται πλέον αναγνωρίσιμο, οι ήρωες αποκαθηλώνονται, φιλίες και εμμονές αλώνονται, αλλάζουν και ωριμάζουν δίνοντας τη μορφή τους σε κάτι διαφορετικό, πιο γήινο αλλά οχι αναγκαστικά πιο ώριμο. Πατώντας στο κλασικό μοτίβο των μπλουζ μπροδερς. Η λύτρωση έρχεται μέσα από την φιλία, την πίστη στη μουσική και το υψωμένο μεσαίο δάχτυλο στον Κύριο, στο Κράτος, Το Κεφάλαιο, όπως θέλετε πείτε το ,την Εξουσία. Ο παιδαριώδης τρόπος και τα μάλλον άκομψα αστεία ευτελίζουν και κουράζουν μαζί με τα ψευτο φιλοσοφικά, διλλήματα. Η ακεραιότητα των IMPALED RECTUM μπροστά στη διεφθαρμένη μουσική σκηνή, τα μεγάλα φεστιβάλ, που λιώνουν τον καλλιτέχνη για το κέρδος, η ρομαντική προσέγγιση απέναντι στο μουσικό γίγνεσθαι, γρήγορα γίνονται γραφικά γιατί το επιφανειακό των χαρακτήρων δεν αντέχει να στηρίξει κάτι παραπάνω από ένα αστείο, που αναμασιέται και ξαναζεσταίνεται, με πολύ λιγότερες στιγμές λάμψης .Αν με ρωτήσετε ,θα σας πρότεινα να δείτε την ταινία χωρίς απαιτήσεις. Σίγουρα δεν θα έχει την τύχη του πρώτου μέρους και θα ξεχαστεί εξίσου ευκολά, με τον τρόπο που γράφτηκε το σενάριο, σαν ένα συνονθύλευμα εύκολων αστείων και ιδεωδών, που έχουν ξεπεραστεί από την ίδια τη κοινωνία μέσα στην οποία δρουν, ανήκουν, μεγαλώνουν και εν μέρει περιθωριοποιούνται οι όποιοι IMPALED RECTUM .



Don Airey- "Pushed To The Edge"

 Don Airey- "Pushed To The Edge"



Being prolific is one thing, outsourcing some ideas that would shine in your main band's excellent last albums is another and yet keyboard wizard Don Airey, a keyboard maestro in rock music,  finds time between gigs and DEEP PURPLE'S recordings to present us with a smoking Hard rock album. Along with him for the ride his now also DP companion Simon Wright at guitars,veteran vocalist and valuable gun for hireKarl Sentance and Mitchell Emms (The Voice UK) drummer Jon Finnigan, and bassist Dave Marks help to make his musical dream come true.  




 What you should expect, maybe nu metal massive riffs, MUSE arena rock prog, Metalcore in the vein of ARCHITECTS, retro rock in the vein of TEMPERANCE MOVEMENT, sleaze rock ike THE TREATMENT,low tuned,SABBATH style metal with vulgar power like ORANGE GOBLIN,neenah,nothing of that, just the essence of Aireys musical journey. A great 70s inspired Hard rock album where DEEP PURPLE, URIAH HEEP, Gary Moore, Ozzy along with a bit of JUDAS PRIEST combined as influences to create a brilliant,enjoyable album. You would expect the keyboards to have the main role, dominate the album but  Airey is a songwriter and knows that there is no better way to serve a good song ,a good idea, than to let it build among strong vocals and great guitars, while not forgetting the keyboard wizardry where is needed.  The album has its instrumental moments. "Girl from Highland Park" with its 60s/Crooning references the majestic "Finnigan’s Awake", hard rock brilliance and in your face attack in "Tell Me" with its 'Burn' speed and feeling, " Rock the Melody" with its RAINBOW hints,  "Keep on Running" with its Spanish intro and the late DP style, the ELP prog,pomp monster of  "Godz of War" and a number of tracks that a lot of modern hard rock bands would die to have in their portfolio like the slow burner ballad "Flame in the water" a reminiscent of the great 80s ballads,  and the straight in your face, muscle rockers "Moon Rising", "Out of Focus" with some 'crazy" organ playing and  the Ozzy flavored  "Edge Of Reality" . A prolific writer who let his hair down in this album covering what he likes most, hard rock, heavy metal you name it with a twist. 

Pushed to the Edge’ is the non DP album that Ian Gillan would die to sing at and definitely a winner.


8

Song of the week-Lita Ford performs “Close My Eyes Forever” the day after Ozzy Osbourne’s death

  Lita Ford performs “Close My Eyes Forever” the day after Ozzy Osbourne’s death  From KK’s Steel Mill, Wolverhampton, July 23 2025 | Presen...