«Η φυγή/Ένας
στρατιώτης αφηγείται, Μικρά Ασία Αύγουστος 1922» - ΚΙΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ Γ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
(Παπαδόπουλος)
Το βιβλίο αυτό αποτελεί μια μοναδική και αξιομνημόνευτη εξιστόρηση της εμπειρίας της Μικρασιατικής Καταστροφής.Γραμμένο με αμεσότητα και γλαφυρότητα, χωρίς κανέναν σκοπό να εντυπωσιάσει (ο συγγραφέας δηλώνει εξαρχής ότι δεν είναι ήρωας), στις σελίδες του βλέπουμε την πείνα, τις κακουχίες, τα στρατηγικά λάθη, τις επίσημες ανακοινώσεις, την ατμόσφαιρα που επικρατούσε τότε. Κυρίως όμως αντιλαμβανόμαστε πώς ο ίδιος ο πρωταγωνιστής βίωσε εκείνη τη δραματική περίοδο, ως ένας απλός στρατιώτης, που παρά τα συναπαντήματά του με τον θάνατο, κατάφερε τελικά να σωθεί από τον εφιάλτη της καταστροφής, της άτακτης υποχώρησης και να επιστρέψει στην πατρίδα.
Το κείμενό του Κιουσόπουλου αποδίδει ανάγλυφα την ατμόσφαιρα των ημερών, δίχως εξωραϊσμούς, καλλωπισμούς ή τάση να ηρωοποιήσει μια μαύρη περίοδο για τα Ελληνικά όπλα.. Η αφήγησή του για τις μαρτυρικές μέρες της άτακτης υποχώρησης του ελληνικού στρατού από το Αφιόν Καραχισάρ κρατά ακόμα τη μυρωδιά από την καθημερινή επαφή με τον θάνατο, τις στερήσεις και τις ταλαιπωρίες. Με χαρακτηριστική αμεσότητα, η πένα του ξεδιπλώνει στο χαρτί τον φορτισμένο συναισθηματικό του κόσμο και συνθέτει τις μέρες και τις νύχτες αυτής της τρομερής περιόδου που παραμένει μέχρι σήμερα αναπόσπαστο κομμάτι του σύγχρονου ελληνικού πεπρωμένου.
Ο Κιουσιόπουλος δεν είναι μάχιμος, δεν πρόλαβε να γίνει, αν και στρατιώτης στην πρώτη γραμμή, στην υποστήριξη των μάχιμων μονάδων. Έχοντας πολεμήσει σε Α ’ΠΠ και μετέπειτα αποτελώντας προσωπικό της Στρατιάς του Έβρου, βιώνει το πριν και το μετά της Μικρασιατικής εκστρατείας. Επιζώντας και διαφεύγοντας της μεγάλης υποχώρησης μετά την κατάρρευση του μετώπου, σου μεταδίδει το αίσθημά του τρόμου, της φυγής δίχως αύριο, της αιώνιας κούρασης δίχως ελπίδα για προστασία, του ληθαργικού ύπνου που σε αφήνει μόνο σε μια έρημη, ξένη χώρα, βορά στα αιμοδιψή ένστικτα Τούρκων χωρικών και Τσετών. Όπως λέει και ο ίδιος ο πόλεμος δεν είναι μάχες και ηρωισμοί, μόνο αγρυπνία, κακουχίες, έλλειψη τροφής και ελπίδα να επιζήσεις άλλη μια μέρα. Μια αγχωτική, πολλές φορές δίχως ελπίδα με μόνο κίνητρο ,την ανάγκη για επιβίωση, πορεία προς το επόμενο σημείο συγκέντρωσης, την επόμενη μεγαλύτερη Ελληνική στρατιωτική μονάδα που θα αποτελέσει καταφύγιο λόγω του μεγέθους της Δίχως όπλο, τροφή και ύπνο, συναντά γνωστούς από την εκπαίδευση, τους χάνει, στρατιώτες που αφήνονται στο έλεος του Θεού και άλλους που εκμεταλλεύονται τον αδύναμο για να επιβιώσουν. Η ανθρωπιά και η αλληλεγγύη συνυπάρχουν με την ελπίδα και την απογοήτευση αλλά και τον ωχαδερφισμό, τη σκληρότητα και την εκμετάλλευση του αδύναμου, προς όφελος της ατομικής επιβίωσης. Η άτακτη υποχώρηση, η μυρωδιά της ήττας, ο φόβος των πανταχού παρόντων Τούρκων, γίνονται δεύτερη φύση στον Έλληνα στρατιώτη, που υποχωρεί, με μόνο του όνειρο, την θάλασσα, τα καράβια που θα τον γυρίσουν στην μητέρα Ελλάδα. Όνειρο που για τα επόμενα δύο χρόνια θα γίνει εφιάλτης στους περισσότερους από τη στρατιά που στην υποχώρηση αιχμαλωτίστηκαν. Μια φυγή που όπως γλαφυρά περιγράφει ο Κιουσιόπουλος, βγάζει στον καθένα τον καλύτερο ή χειρότερο εαυτό του, χωρίς ο ίδιος να δικαιολογεί ή να κρίνει κανέναν, γιατί ο φόβος είναι ο βασιλιάς του κοπαδιού των Ελλήνων στρατιωτών και ι Τούρκοι ιππείς και τσέτες ,τα τσοπανόσκυλα του. Δίχως να καταφεύγει σε περιγραφές για τις ακρότητές των Τούρκων στους υποχωρούντες Έλληνες, σε γεμίζει με την ανάγκη, να τρέξεις, να κρυφτείς, να λαγοκοιμηθείς, μέχρι την επόμενη πορεία. Να ζήσεις με την ελπίδα, για ένα αύριο ανάμεσα σε οργανωμένους συστρατιώτες σου, ασφαλές, που όμως είναι διαρκώς στον ορίζοντα, χαμένο στην πρωινή ομίχλη, φευγαλέο και ταυτόχρονα χειροπιαστό, σαν αντικατοπτρισμός στην έρημο του Σαγγάριου
Ένα βιβλίο ντοκουμέντο της μεγάλης άτακτης υποχώρησης, της φυγής μετά την ήττα στο Σαγγάριο και μια δραματική απεικόνισης της διάλυσης του Ελληνικού Στρατού, που από υπερήφανος νικητής, έγινε ένα τσούρμο που αναζητούσε σωτηρία και έναν ηγέτη να δείξει το δρόμο. Αυτή είναι η αλήθεια της Μικρασιατικής καταστροφής, δίχως πολιτικολογίες και μεγάλα λίγα, από την πλευρά του στρατιώτη που η μόνη του ελπίδα έγινε η φυγή.
Ενδιαφέρον είναι και το κομμάτι για την επιστροφή του στην Ελλάδα , που σε μια χώρα κατεστραμμένη, βλέπουμε στον στρατό της αναδιοργάνωσης, ήδη να ξεκινάνε μίζες και διαφθορά. Δείγμα του τί επιζεί, στη «περήφανη» Ελληνική συνείδηση. Αυτή η χώρα δεν θα μάθει ποτέ και δεν θα διορθωθεί ποτέ. Τουλάχιστον ας παραδειγματιστούμε από μαρτυρίες ανθρώπων όπως ο Κιουσιόπουλος.