Metal Lords- Heavy metal the American way- Or No metal et all-Metal goes NetFlix


 Η μεταλλική φιλμολογία, μυθολογία, έχει αρκετές ταινίες στο ενεργητικό της. Ξεκινώντας από την απόλυτη metal ταινία το Spinal Tap για ένα σχήμα που μέσα από την άνοδο και την πτώση του, περιγράφεται με κωμικό τρόπο, όλη η σκηνή των 80ς, με τις εκκεντρικότητες, την ηλιθιότητα, την αφέλεια και την πίστη και την αγάπη στην μουσική αλλά και το καλάμι των «φτασμένων « μουσικών. Υπάρχουν ταινίες -θρίλερ-παρωδίες όπως το Trick or treat-(με συμμετοχή του Ozzy) με τον μέσο μεταλλά, οπαδό, να αποτελεί το μαύρο πρόβατο της σχολικής κοινωνίας, γιατί αρνείται να ενσωματωθεί-Σας θυμίζει κάτι άραγε? Πιο σοβαρές ΄πως το Sound of metal για τον μουσικό και τις παράπλευρες απώλειες που έχει η μουσική στην υγεία και τη ζωή του. Ταινίες ανθρώπων που αρνούνται να ενηλικιωθούν The roadie, The rocker και αγγίζουν τα όρια της φάρσας, κωμικές ταινίες που αναγνωρίζουν τα κλισέ και τους περιορισμούς του Heavy metal και το αποδομούν εκ των έσω, δείγμα των πραγματικών φίλων και ακολούθων της μουσικής αυτής, όπως το εκπληκτικό The heavy trip ή πιο σκοτεινές που αγγίζουν την ψυχολογία του θεατή με την λυτρωτική δύναμη της μουσικής ακόμη και να αυτή αποτελεί επίσης έναν τρόπο να απομακρυνθείς και να απομονωθείς -The metalhead.

Οι περισσότερες ταινίες για την μεταλλική κοινότητα, αφορούν τα κλισέ του είδους και ευτυχώς στερούνται σοβαροφάνειας. Το heavy metal εξ αρχής είναι πρωτίστως ψυχαγωγική μουσική και τα στερεότυπα του, είναι σαν τα κασκόλ των ποδοσφαιρόφιλων , χρήσιμα για αναγνώριση και μόνο. Ο πραγματικός μουσικόφιλος, ενηλικιώνεται, μα κρατά τις μεταλλικές του ρίζες και συνεχίζει να απολαμβάνει την μουσική, ελαχιστοποιώντας τα στερεότυπα. Για κάποιους ο εναγκαλισμός με την κλειστή ομάδα των μεταλλάδων αποτελεί τον δικό τους τρόπο διαφυγής από την πραγματικότητα και εκεί αρχίζουν τα ευτράπελα. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, που έχει οδηγήσει ευρέως την μεταλλική κοινότητά στην γραφικότητα και την περιθωριοποίηση, γιατί κανείς δεν ανέχεται τον εστετισμό της. Μια μορφή κοινωνικού ρατσισμού, αμφίπλευρη, με τους μεταλλάδες συνήθως στην πλευρά των χαμένων.

Το Metal lords, μια netflix heavy metal ταινία, με ο,τι αυτό συνεπάγεται, προσπαθεί να δείξει σοβαροφάνεια. Επιστρατεύει τον παραγωγό του, το πολύ καλό κιθαρίστα Tom Morello (RATM, AUDIOSLAVE) και την βαρύτητα του, ειδικά στην Αμερικάνικη μεταλλική σκηνή. Ανάλογη όμως με την στάση του Μορέλο, επαναστάτη που ασπάζεται τα οφέλη του καπιταλισμού, είναι και το ειδικό βάρος της ταινίας. Ο έφηβος ντράμερ Κέβιν που ερωτεύεται τη έφηβη με πιθανή διπολική διαταραχή συμμαθήτρια του/ τσελίστρια Emily και έχει να επιλέξει ανάμεσα στον φίλο και την «γκόμενα». Γιατί ο κολλητός του φίλος Hunter , ένα γνήσιο τέκνο της μεταλλικής κοινότητας με όλη την εικόνα, μακριά μαλλιά, μπλουζάκια με logo σχημάτων, περικάρπια με καρφιά, κιθάρες, δισκοθήκη, αφίσες στο υπόγειο, γιος πλαστικού χειρουργού, παιδί χωρισμένων γονιών. Επαναστάτης που αγαπά τον ακραίο και όχι μόνο (τα ακούσματα του, είναι ένας αχταρμάς από Motley crue μέχρι Darkthrone) ήχο και χρησιμοποιεί την Platinum American Express του μπαμπά για να ολοκληρώσει το μουσικό του όνειρο. Κιθαρίστας, που το metal αποτελεί τρόπο ζωής, αντίδρασης και καπάκι σε μια χύτρα που κοχλάζει. Με την «‘αντικοινωνική» συμπεριφορά του, αποξενώνει τους πάντες και το δικαιολογεί μέσα από την μουσική. Αληθινό, το κάναμε οι περισσότεροί. Αλλά η επανάσταση- η εφηβική αντίδραση στο «κατεστημένο» εκεί στα 15-16 αλλάζει χρώμα και νόημα, γιατί η μουσική από μόνη της δεν μπορεί να πυροδοτήσει μια επανάσταση με βάση δίχως ηθικό βάρος-ιδίως τα βιβλία και το θεωρητικό υπόβαθρο. Εδώ έρχεται ο Μορέλο και κάνει την ταινία, μια συλλογή κλισέ. Ο μεταλλάς κιθαρίστας που μεταμορφώνει τους δύο έφηβους (ντράμερ/τσελίστρια) μυώντας τους στην μουσική με βίντεο από το you tube και spotify, δίχως εξώφυλλα, στίχους κτλπ, μια επιφανειακή προσέγγιση αλλά πραγματική για τη γενιά των 00ς. Το metal ως αναζήτηση ταυτότητας, σε ένα σχολείο που όλοι περνάνε καλά στο πάρτι, εκτός του black metal κιθαρίστα που μιζεριάζει, επίσης πραγματικό και ειδικά αν μιλήσετε με μουσικούς της Νορβηγικής σκηνής , σχεδόν θέσφατο. Ο ήλιος λάμπει για τους άλλους, για εμάς είναι σκοτάδι και ας μην μας προκαλέσει κανείς, προκαλούμε εμείς.

Η παιδική φιλία που θα δοκιμαστεί, η μάχη των συγκροτημάτων που θα γίνει ύστατος σκοπός του κιθαρίστα και θα οδηγήσει σε ρήξη με τον ντράμερ και έτερο πρωταγωνιστή και την συμπαθή τσελίστρια που θυμίζει εν μέρει τους APOCALYPTICA, ξαφνικά ανακαλύπτει την χαρά του headbanging και τα δερμάτινα. Σε μια μικρή κοινότητα, έφηβοι, δίχως προβλήματα και με στοιχειώδεις υπαρξιακές ανησυχίες, καταστρέφονται από την λατρεία και ταύτιση με το φαντασιακό μέρος της μουσικής, ή αποφασίζουν να είναι γήινοι και ρεαλιστές απολαμβάνοντας την μουσική σαν σύνολο, όπως ο Κέβιν. Το τέλος της ταινίας θα είναι ως είθισται θετικό, διδακτικό, με την μουσική να παραμένει κινητήριος δύναμη, αλλά να έρθει η αυτογνωσία μέσα από μια σειρά περιπετειών, που θα συμπεριλάβουν εφηβικούς μουσικούς τοπικούς ήρωες, που έχουν γίνει ψυχολόγοι, τον κλασικό νταή -παίκτη της ομάδας ποδοσφαίρου και χαλαρούς τύπους, που ζουν για τα πάρτι και τις κοπέλες, με την μουσική σαν πάρεργο και μια ονειρική ή ονειρεμένη εμφάνιση της νεοσύστατης μπάντας. Κάπου εδώ η ταινία Metal Lords, θα γίνει πιο γήινη και για το Netflix μιλάμε άλλωστε, πιο κοντά σε μια αγορά εκατομμυρίων, που ο μεταλλάς, είναι ακόμη ένα φρικιό, αλλά εξανθρωπίζεται μέσα από αυτή την ωραία ιστοριούλα, όταν αποβάλλει το corpse paint και μιλά για την αδυναμία του να ζητήσει συγγνώμη. Αλήθειές, ειπωμένες με χονδροειδή τρόπο σε μια ταινία, που θα ξεχαστεί γρήγορα στην μεταλλική μυθολογία/φιλμολογία, όσο και να την προωθεί ο executive producer Morello. Ότι αξίζει είναι η cameo εμφάνιση των Kirk Hammet, Scot Ian, Rob Halford που δείχνουν πόσο πραγματικά ανθρώπινοι είναι οι μουσικοί που λατρεύτηκαν από γενιές, με τον Halford να ηθικολογεί σε βαθμό που θα γελάσεις και μόνο με το άκουσμα της ατάκας του.

Metal Lords, the American away. Μεσοαστοί έφηβοι, δίχως οικονομικά προβλήματα, σε έναν κόσμο δίχως πολέμους, μεταναστευτικές ροές, βία με την μουσική το μόνο όνειρο και δυστυχώς και κίνητρο για απομόνωση και σύγκρουση, με τους άπιστους. Μια τίμια προσέγγιση στον μεταλλικό ψυχισμό του 15 χρονου, που αλλάζει με τον δύσκολο τρόπο, σε μια ταινία που θα αρέσει στο γενικό κοινό που πηγαίνει σε δυο συναυλίες το χρόνο MAIDEN, METALLICA. Για όσους το heavy metal αποτελεί ακόμα κομμάτι της ζωής τους, αλλά όχι τρόπο ζωής γιατί δεν είναι άλλωστε, προτιμήστε το Heavy trip.

«Το τραγούδι του χιλμπίλη» Τζέιμς Ντέιβιντ Βανς (Δώμα)

 «Το τραγούδι του χιλμπίλη» Τζέιμς Ντέιβιντ Βανς (Δώμα)



 Τους αποκαλούν «λευκά σκουπίδια», «καθυστερημένους», «αιμομίκτες», «εξαρτημένους από συνταγογραφούμενα» και μια σειρά από χαρακτηρισμούς που τιμούν κάθε μεσοαστό, προοδευτικό, που ο φόβος του είναι αν θα αγοράσει το νεότερο μοντέλο κινητού και θα δώσει τον οβολό του στον ανθρωπιστικό έρανο της ΜΚΟ της επιλογής του. Ο Τ.Ν. Βανς είναι ένας από αυτή την μεγάλη ανθρώπινη μάζα των λευκών προλετάριων και μεσοαστών, που κατάφερε να ανέβει στο επόμενο σκαλί της κοινωνικής «εξέλιξης». Κατάφερε να αποφοιτήσει από το Λύκειο και στη συνέχεια από το Πανεπιστήμιο του Οχάιο και τη Νομική σχολή του Γέιλ. Για να φτάσει εκεί, χρειάστηκε πολλά περισσότερα από τα επιδόματα, που σπάνια δίνονταν στους λευκούς των Απαλαχίων, σαν και αυτών. Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στον συνεκτικό κρίκο, που με τόσο έξυπνο τρόπο λοιδορούν οι μεταμοντέρνοι προοδευτικοί του Δυτικού κόσμου ,την οικογένεια.


Ο Τ.Ν. Βανς, μεγάλωσε με μια μητέρα νοσοκόμα, που σύντομα εκτός από τα διαζύγια και τους περιστασιακούς πατριούς, έφερε στην ζωή του, το προσωπικό της πρόβλημα, τον εθισμό στα συνταγογραφουμενα φάρμακα. Άλλα παιδιά στην θέση του, θα γίνονταν αντικοινωνικά, θα παρατούσαν τα πάντα και θα μετακινούνταν από την μία ανάδοχη οικογένεια στην επόμενη. Στην περίπτωση του, όμως, η Χιλμπίλικη παράδοση, που τα θέματα της οικογένειας τα επιλύει εντός του σπιτιού, με τη μορφή της Γιαγιάς του και λιγότερο του παππού του εργάτη στην βιομηχανία της περιοχής ,του έδωσαν τη διέξοδο. Στοργή και φροντίδα, έναυσμα να είναι ο πρώτος από την οικογένεια που θα ξεπεράσει τη μητέρα του, που τελείωσε τη σχολή νοσηλευτικής, αλλά και σκληρή αντιμετώπιση, όταν θεωρούσε ότι η νεανική παραβατικότητα ήταν η λύση. Όπλα και βωμολοχίες, άρνηση των αρχών, αστυνομία ,πολιτεία κτλπ αλλά και βαθιά πίστη στο Αμερικάνικο ιδεώδες της ατομικής εξέλιξης και προόδου. Τα «λευκά σκουπίδια» μαθαίνουν από μικρά την αγάπη προς την οικογένεια, την αλληλοϋποστήριξη και την αγάπη στην σκληρή δουλειά. Σε πολλούς από αυτούς δεν αποδίδει, αλλά όλοι προσπαθούν. Ο Τ.Ν. Βανς, θα βρει την διέξοδο, μέσα από προγράμματα για τους ασθενείς πληθυσμούς που δίνουν τα καλά πανεπιστήμια, που θα ψάξει, με τη βοήθεια του σώματος των Πεζοναυτών, που θα γίνει το δεύτερο σπίτι του, μαζί με τη θητεία του στο Ιράκ. Διαβάζοντας το βιβλίο, δεν θα βρείτε τους διθυράμβους για τον Αμερικάνικο τρόπο ζωής, αλλά την καταγραφή μιας οικογένειας, με προβλήματα, χαμηλού επιπέδου εγκληματικότητα, επιθυμίας για ζωή, κοινωνική καταξίωση και ένα αξιακό σύστημα, παλιομοδίτικο, αλλά τόσο κοντινό στην Ελλάδα του 50 και 60 που βασίζεται στην τιμιότητα και την εργασιακή ηθική.



Ο Χιλμπίλης, περνά το κατώφλι του Πανεπιστήμιου του Οχάιο και μετά του Γέηλ, μαθαίνει το παιχνίδι και το παίζει με τους κανόνες που βρίσκει να ισχύουν. Διακρίνεται, παντρεύεται, αλλά το κομμάτι του, που τον διαχωρίζει είναι εκεί στα Απαλάχια και τη ζώνη της Σκουριάς. Γυρνά στην παλιά του πόλη, για να δει τους κατοίκους βουτηγμένους στα συνταγογραφούμενα ναρκωτικά και την ανεργία και ξέρει, ότι την ώθηση προς τα επάνω την έδωσε, μια θρησκόληπτη νοικοκυρά, γιαγιά και ένας εργάτης της βιομηχανίας, με όραμα ,την κοινωνική ανέλιξη με όπλο την εργασία και την προσπάθεια σε συνδυασμό με την ευφυία.


Δίχως καλλωπισμούς, ο Βανς μας οδηγεί σε ένα ταξίδι από την φτώχεια και την περιθωριοποίηση στην επιτυχία, για μια μεγάλη μερίδα του Αμερικάνικου πληθυσμού που την απομονώνουν και σνομπάρουν οι λευκοί αστοί των μεγαλουπόλεων, γιατί ακριβώς, είναι οι ρίζες τους, που θέλουν να ξεκόψουν. Στην χώρα των επιδομάτων για την μαύρη κοινότητα, τα ανθρώπινα δικαιώματα για κάθε μειονότητα φυλετικής ή σεξουαλικής προέλευσης ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού από το οποίο προέρχεται ο Βανς, περιθωριοποιείται, όσο η τεχνολογία το καθιστά άχρηστο. Το κύτταρο που λέγεται οικογένεια δίνει τη λύση και ο Βανς είναι ζωντανή απόδειξη, ότι τα στερεότυπα λειτουργούν, μόνο όταν θέλουμε να τα δούμε όπως μας έχουν μάθει, δίχως κριτική σκέψη. Ένα τραγούδι για την επιβίωση σε ένα κόσμο που έχει γίνει σκληρός για την λευκή πλειοψηφία, στην ίδια της την χώρα και εξηγεί ακριβώς τα φαινόμενα εκλογής προέδρων όπως ο Ν.Τραμπ. Χρήσιμο ειδικά στην Ευρώπη της παγκοσμιοποίησης και των «προσφύγων» για τα αναχώματα απέναντι στην ηθική ισοπέδωση, από τους «προοδευτικούς» των ΜΚΟ και των σαλονιών.





NIGHTSTALKER-"Return From The Point Of No Return"

 NIGHTSTALKER-"Return From The Point Of No Return"



When you're talking about NIGHTSTALKER, one of the more recognizable Greek bands in the stoner movement and far beyond, you always need to be cautious. The musical style they have chosen to deal with is a blessing and a curse. A blessing as it has strong relations with the metal's most influential band BLACK SABBATH and their US grand children KYUSS. A curse as the genre has its own limitations and only a few bands have managed to stay true to their musical ;quests. In their new album until the middle , you get what you expect. A hard rocking, stoner,groovy album that grooves and puts volume and size to the guitar riffs oozing Birmingham and Desert Nothing new, nothing beyond expectations, simply a straight in your face heavy rock album with 70s and 90s influences and some punchy and well written anthems such as "Heavy Trippin" and "Uncut". 



Starting from "Shipwrecked Powder Monkey", "Shallow Grave" and "Falling Inside" the band is coming of age, stepping out their comfort zone, let the bass lines take over and gives us some true classics that combines 70s and 90s in one giant amalgam of heaviness, groove and muscle. Especially "Shallow Grave" and "Falling Inside" are for me instant classics that deserve to be on their set lists in the future years.What NIGHTSTALEKR did was use the same ingredients , dirt, fuzz, groove and personal experiences to make music they enjoy both as musicians and as fans. 


Without reinventing the wheel, they make it more sharp and ready to roll on a trip to everywhere and nowhere. A great album from a band that fails to fail.


7.5

“Η εγγονή»- Bernhard Schlink (Κριτική)

“Η εγγονή»-  Bernhard Schlink (Κριτική)



Ένας συγγραφέας, που τα βιβλία του, ο τρόπος γραφής του σε μαγνητίζουν, με την απλότητα και την μεστότητα τους, σε βαθμό να εθίζεσαι διαβάζοντας ασταμάτητα έως το τέλος. Στους περισσότερους είναι γνωστός από το «Διαβάζοντας στην Χαννα’, σε εμένα από το ‘Το Σαββατοκύριακο’. Ένα μυθιστόρημα για τη Γερμανία που δεν έκλεισε ποτέ πραγματικά τις πληγές που άφησε ο ΒΠΠ αλλά και η γενιά της τρομοκρατίας. Δεν με παραξενεύει που στην εγγονή, ο συγγραφέας μέσα από την Οδύσσεια της αυτογνωσίας και του επαναπροσδιορισμού, μετά την αυτοκτονία της γυναίκας του, ενός σχετικά χαμηλών τόνων εβδομηντάχρονου βιβλιοπώλη, , μας παρουσιάζει την ζωή της Διχασμένης Γερμανίας, πριν και μετά την ‘Ένωση. 


Ο Schlink  είναι μαέστρος στην δημιουργία χαρακτήρων οικείων, πραγματικών, ανθρώπων της διπλανής πόρτας που η καθημερινότητα τους, αποτελεί αντικείμενο ανάγνωσης, αναγνώρισης κοινών στοιχείων και προβληματισμού. Με αφετηρία το θάνατο της γυναίκας του, πρώην Ανατολκο Γερμανίδας, ο βιβλιοπώλης Κάσπαρ ανακαλύπτει έκπληκτος, πως η σύντροφος που τόσο αγαπούσε είχε μια σχεδόν παράλληλη ζωή, που τον άφηνε ,οικειοθελώς να μοιράζεται μέρη της. Πικραμένος για όσα δεν μοιράστηκε μαζί της, ανατρέχει μέσα από τα γραπτά της που ανακτά μέσα από έναν παλιό υπολογιστή και τις αναμνήσεις του, στη γνωριμία τους και τη ζωή της πριν και μετά από αυτή. 


Ανατολικο Γερμανίδα που ερωτεύεται και διαφεύγει στη Δύση η Μπίργκιτ μαζί με τον Κάσπαρ αφήνει πίσω της ένα μεγάλο μυστικό, που την κατατρέχει μια ολόκληρη ζωή, γεμάτη ρωτήματα. Ένα παιδί, που παραδίδει για υιοθεσία με τη γέννα του. Ο Κάσπαρ ανακαλύπτει όχι μόνο το παρελθόν της γυναίκας του αλλά και την επιθυμία της να επανορθώσει με την κόρη της ή τον ίδιο τον εαυτό της. Το οικογενειακό παρελθόν, ,με τον πατέρα νεκρό στρατιώτη των SS, στο Ανατολικό μέτωπο και τη γιαγιά και τη μάνα, δεσποτικές και φοβικές απέναντι στο νέο καθεστώς, της παντοκρατορίας της Στάζι που ζητά την απόλυτη υποταγή και συμμέτοχή τους. Μια Γερμανία που οι νέοι γνωρίζονται σε εκδηλώσεις ανταλλαγής, πολιτιστικές και η ατίθαση Μπίργκιτ  γνωρίζει τον φοιτητή με αναζητήσεις και καταγωγή από θρησκευόμενη οικογένεια Κασπαρ. Ένας κεραυνοβόλος ερωτάς σε μια Γερμανία, που το χάσμα της διχοτόμησης, προσπαθούν με αβέβαια και δειλά  βήματα να γεφυρώσουν οι νέοι, που δεν κουβαλάνε το ιστορικό βάρος του παρελθόντος αλλά μόνο την ορμή των ιδεολογιών που έχουν επικρατήσει εκατέρωθεν του Τοίχους.


Στη προσπάθεια να συμφιλιωθεί με οτι εκείνη πρέσβευε και ό,τι ποτέ δεν έζησαν μαζί, ανατρέχει στην γνωριμία τους στην τότε χωρισμένη Γερμανία, σε όσα εκείνος έκανε, αλλά αυτή ποτέ δεν βρήκε αρκετά και διακρίνει πλέον του λόγους που την έκαναν εσωστρεφή, χωρίς να μπορεί να καταλάβει αν ο θάνατος της ήταν αυτοκτονία ή απλά ένα ακόμη βράδι κατανυκτικής μέθης στην προσπάθεια της να έρθει σε ισορροπία ή απλά να αντέξει το βάρος του παρελθόντος της. 

Ο Κάσπαρ αποφασίζει να συνεχίζει την αναζήτηση που η Μπίργκιτ  ποτέ δεν ξεκίνησε, να βγει από το καβούκι του βιβλιοπώλη στα εβδομήντα του χρόνια  και να αναζητήσει τη γυναίκα του στην πρώην Α. Γερμανία, την κόρη της. Η οδύσσεια του δεν θα διαρκέσει πολύ. Αλλά στο τέλος της, μέσα από την επαφή με την «άλλη» Γερμανία, που ο Δυτικός είναι τόσο οικείος όσο και ο τουρίστας, θα βρεθεί όχι στην Ιθάκη του, αλλά σε ένα νέο δίλλημα. Η κόρη της γυναίκας του, είναι πλέον μέλος μιας εθνικιστικής αγροτικής κοινότητας, το καταφύγιο της από τα χρόνια περιθωριοποίησης στην Δ. Γερμανία ,μετά τη σύγκρουση με τους Ανατολικό Γερμανούς γονείς της, με τον πατέρα επιφανές στέλεχος του κόμματος.


Ο Κάσπαρ προσπαθεί να συνεχίσει την εναγώνια προσπάθεια της Μπίργκιτ να ενωθεί με το παρελθόν της και βλέπει στην κόρη της, έναν άλλο άνθρωπο που ελάχιστα ενδιαφέρεται για την βιολογική του μητέρα και προτιμά να εστιάζει μαζί με το σύζυγο και την εγγονή της Μπίργκιτ , στην Νέα Γερμανία, αγροτική, φολκλορική, δεμένη με τη γη και τις παραδόσεις και βαθιά αναθεωρητική. Η Ιθάκη του είναι πλέον η δεκατετράχρονη εγγονή του, γιατί εκεί βρίσκει τον σκοπό στη ζωή του. Να της ανοίξει νέους δρόμους, μακριά από τις παρωπίδες της εθνικιστικής κοινότητας, που ονειρεύεται μια Γερμάνία, για τους Γερμανούς, δίχως ξένους και βλέπει παντού, αδυναμία της Δυτικής κοινωνίας να επιβιώσει, μαλθακότητα, ξενόφερτους εισβολείς και  στοχοποιεί το ξένο και το διαφορετικό. Στη γνωριμία μαζί τους και με την εγγονή, αναγκάζεται να γνωρίσει το μοντέρνο πρόσωπο της ακροδεξιάς στη Γερμανία, εχθρικό σε κάθε τι ξένο, που αμφισβητεί το Ολοκαύτωμα και εστιάζει στην δημιουργία νέων αυτόνομων αγροτικών κοινοτήτων, που θα επιβιώσουν της έκπτωσης της εκφυλισμένης αστικής κοινωνίας. Ο Κάσπαρ συνταράζεται με τις διαφορές και την απολυτότητα, την αντίδραση στην ιστορική αλήεθια και την εσωστρέφεια και ανίκανος να φέρει τη γυναίκα του πίσω, μετακυλίει την αγάπη και το ενδιαφέρον του στην εγγονή του, παρόλες τις αντιδράσεις από τους αντικρατιστές και αντικαπιταλιστικές γονείς. 


Εδώ ο Schlink ξεκινά μια πανέμορφα δομημένη προσπάθεια να παντρέψει τον ηλικιωμένο βιβλιοπώλη, με την εφήβη εγγονή, μέσα από τα βιβλία και τη μουσική, αναγνωρίζοντας και γνωρίζοντας ο ένας τον άλλο, με τους δικούς τους κώδικες, που αλλάζουν, συγκρούονται και βρίσκουν γραμμές επικοινωνίας. Η μουσική και τα βιβλία, η ανταλλαγή ιδεών, ο σκεπτικισμός και η δύναμη της γνώσης θα αλλάξουν τα πράγματα, αλλά η μισαλλοδοξία και ο φόβος θα γκρεμίσουν την σχέση παππού-εγγονής.


Σε ένα αλλιώτικο τέλος, ελάχιστα λυτρωτικό, η βία θα απωλέσει έναν σύμμαχο της. Οι δεσμοί αίματος θα επικρατήσουν  ,αλλά δεν θα υπάρξει το ευτυχισμένο τέλος των Αμερικάνικων ταινιών. Η λύση θα δοθεί από το θάρρος, την ελπίδα και την ανιδιοτελή αγάπη που χαρακτηρίζει τον παππού και από μια εγγονή, που αναλαμβάνει το βάρος των πράξεων της. Η οικογενειακή σάγκα, θα τελειώσει με τους ελάχιστους συγγενείς της Μπίργκιτ , κόρη και άνδρα, πιο κοντά, σε μια Γερμανία που η ανθρώπινή ζεστασιά, έχει χαθεί σε εθνικιστές φάρμες και ακροδεξιά κοινόβια και συγκρούσεις με ακροαριστερούς τραμπούκους. Φως σε μια γκρίζα μέρα που ξεπροβάλλει στα χωράφια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. 


Ένα βιβλίο, προσωπικό, μια αναζήτηση σε μια σχέση με κενά και κρυφά σημεία, μια αναζήτηση πολιτική, πολιτιστική,  που αναδεικνύει τελικά την αξία της τέχνης, της αγάπης και της αφοσίωσης που υπερνικά προκαταλήψεις και διαμορφώνει ανθρώπους, όσο είναι νέοι και πρόθυμοι να μάθουν και να αναθεωρήσουν. Διαβάζεται δίχως τέλος, δίχως σταματημό, σαν μια μεγάλη εξομολόγηση, ενός άνδρα στην χαμένη από καιρό γυναίκα του.



George Pelekanos: The martini shots and other stories

 

George Pelekanos: "The martini shots and other stories"

Χαράς ευαγγέλιο για τους απανταχού φίλους της μοντέρνας αστυνομικής λογοτεχνίας, με την κυκλοφορία του καινούργιου βιβλίου του Ελληνοαμερικανού Τ.Πελεκάνος. Η διαφορά με τις προηγούμενες δουλειές του, είναι ότι πρόκειται για μικρές αυτοτελείς ιστορίες, που κάποιες αποτελούν την αρχή της ζωής, ηρώων του Πελεκάνος, που διαδραμάτισαν κεντρικό ρόλο στα προηγούμενα βιβλία του. 


 

Οι ιστορίες, αποτελούν ακόμα μια φορά, μια ζωντανή απεικόνιση της ζωής των μειονοτήτων και των μεταναστών στην Washington DC. Δουλεμένοι χαρακτήρες περιθωριακών, όπως ήρωας της ιστορίας «ο έμπιστος πληροφοριοδότης», με κεντρικό χαρακτήρα έναν χρήστη ουσιών, που προσπαθεί μέσα από τις πληροφορίες που δίνει για ένα φόνο στην αστυνομία, να αποκτήσει την χαμένη του «υπόληψη» απέναντι στον πατέρα του, αλλά και να γίνει ο ίδιος, κάτι παραπάνω από έναν «παρατημένο» στα πιτ της ζωής. Το τέλος όμως του διηγήματος, είναι γεμάτο ρεαλισμό και πικρία, με τις αχτίδες μιας πιθανής δικαίωσης, να αφήνονται στην ευσυνειδησία της αστυνομίας και την προνοητικότητα, που ο δρόμος, εφοδίασε τον «πληροφοριοδότη». Προδοσίες, έρωτες, χρήση, όπλα, κουλτούρα της ραπ μουσικής και των σκοτεινών δρόμων της Αμερικάνικης μεγαλούπολης, σε ένα ανατριχιαστικά ρεαλιστικό διήγημα.

Το μπάσκετ ως μοχλός σύγκρουσης, μεταξύ ενός νεαρού μαύρου με ελπίδες για το κολέγιο και του αρχηγού μιας τοπικής μικροσυμμορίας θα δώσει ένα αέρα από τη νεανική κουλτούρα των κλαμπ, της μαύρης μουσικής , αλλά και της σύγκρουσης μεταξύ λευκής αστυνομίας, μαύρων στις φτωχογειτονιές της Washington. Το ίδιο το μπάσκετ, θα είναι και αυτό που θα δώσει την λύτρωση, στο νεαρό, έστω σαν οδό στιγμιαίας διαφυγής από την πραγματικότητα.

Η οικογένεια του Βαν (Ευάγγελος) Στέφανος, που έγινε πολυφυλετική και οδήγησε στην απόκτηση και μεγάλωμα, του κεντρικού ήρωα αρκετών βιβλίων του Πελεκάνος, του Σπίρο Στέφανος, αποτελεί τον κορμό της ιστορίας του με τίτλο «Ο εκλεκτός». Η πολυπολιτισμικότητα που διακρίνει και τον ίδιο τον συγγραφέα, σε ένα σχεδόν αυτοβιογραφικό κείμενο, για την δημιουργία της μεγάλης Ελληνικής οικογένειας, μέσα από υιοθεσίες.

Η αναζήτηση ενός ύποπτου για απάτη και η κάθοδος στα φτωχοσυνοικίες της Βραζιλίας, για έναν ερευνητή υποθέσεων, με ένα τέλος σχόλιο στην ανάγκη για επιβίωση, αποτελεί τον κορμό, ενός διηγήματος με τίτλο «Όταν είσαι πεινασμένος». Ο αγώνας για ανέλιξη, τα λάθη από τον εφησυχασμό, όταν πια φτάσεις στον στόχο σου και αποκοπείς από τις ρίζες σου, στο πρόσωπο ενός Λατίνοαμερικανού μετανάστη, που Αμερικανοποιείται, ρίχνοντας τις άμυνες, που τον έκαναν να πετύχει. Όλα αυτά οδηγούν στο τέλος το. Ενα τέλος που προκαλεί με τον ωμό κυνισμό του, τις βολεμένες συνειδήσεις των δυτικών αναγνωστών.

Το πιο προσωπικό διήγημα είναι το ομότιτλο. Με φόντο τα γυρίσματα μιας αστυνομικής σειράς, ο κεντρικός ήρωας, ο σεναριογράφος Victor Ohanion από συγγραφέας και δημιουργός σεναρίων της σειράς, γίνεται ο ίδιος ήρωας σε μια ιστορία διαλεύκανσης του φόνου ενός μέλους του συνεργείου. Γνωρίζει έτσι από πρώτο χέρι, την αδρεναλίνη, την έξαψη της στιγμής αλλά και τον φόβο, με την εμπλοκή έστω και με τους «μικρούς» του υποκόσμου. Με αφορμή την μετάβαση από την συγγραφική καρέκλα, στον πραγματικό δρόμο, ο Πελεκάνος, μας δίνει μια στιβαρή παρουσίαση των στιγμών δημιουργίας των αστυνομικών σειρών στις Η.Π.Α (μην ξεχνάμε και τον ρόλο του στην πολύ πετυχημένη σειρά The wire) με τον μικρόκοσμο ηθοποιών, συγγραφέων και τεχνικού προσωπικού, να καταλαμβάνει τον χώρο και να αποσπά την προσοχή μας, πολύ περισσότερο από την αστυνομική πλευρά της υπόθεσης. Η εμπειρία του Πελεκάνος από το The wire μεταφέρεται στο χαρτί και δίνει άλλη διάσταση σε αυτό το κρυφοκοίταγμα στα παρασκήνια του πως γυρίζεται, μια αστυνομική σειρά. Η διάσταση μεταξύ της τελικής εικόνας και των γυρισμάτων αλλά και μεταξύ των χαρακτήρων των αστυνομικών που περιγράφει αλλά και των εγκληματιών και του πραγματικού κόσμου, είναι χαώδης και προβάλλεται έντονα μέσα από τον πολυσυλλεκτικό σε φράσεις και εκφράσεις συγγραφέα της σειράς.

Τις ιστορίες συμπληρώνουν, μια ιστορία για έναν Έλληνα μετανάστη, που η ανέλιξη του περιλαμβάνει, υπομονή, επιμονή, φόνους και ηθική αδιαλλαξία, όπως ο κάθε πεινασμένος Έλληνας, που έλπιζε για κάτι καλύτερο στις αρχές του 20 ου αιώνα στις ΗΠΑ. Με έμμεσα αλλά πολύ πετυχημένα σχόλια, για το εργατικό κίνημα της εποχής.

Ένα απολαυστικό διήγημα, το «Ο πλαστικός Πάντι» για την ενηλικίωση, ενός πραγματικού παρία της κοινωνικής ζωής, που μέσα από την ανακάλυψη της Ιρλανδικής ταυτότητας του, ανακαλύπτει ξανά τον κόσμο, μαζί με το ατελείωτο μεθύσι, το «φτιάξιμο» με την κοκαΐνη, τον ρατσισμό και τον εκφοβισμό, που υποβόσκουν στα χαμηλά εργατικά στρώματα των ΗΠΑ, ασχέτως χρώματος.

Στο «Δωμάτιο της κυρίας Μαίρη», δύο νεαροί, που ασχολούνται με το μικροεμπόριο χασίς, οδηγούνται στην φυλακή και στη συνέχεια στην εκ διαμέτρου αντιπαράθεση, με τον ιδιωτικό δικηγόρο ο ένας και τον δικηγόρο της πολιτείας ο άλλος. Δύο κόσμοι, που συνυπάρχουν και μέσα από την σύγκρουση για την επιβίωση, οδηγούνται σε ακραίες πράξεις, με μόνο σκοπό την πολυπόθητη ελευθερία. Τα παραπτώματα είναι μάλλον μικρά, αλλά η πολιτεία εστιάζει την αυστηρότητα της, στους μικροεγκληματίες και ο Πελεκάνος, εύστοχα το σχολιάζει μέσα από αυτή την ιστορία. Παράλληλα είναι ένα διήγημα, για την νεανική φιλία, που η ενηλικίωση και η ανάληψη των ευθυνών βάζει σε δοκιμασία, αλλά και για την πίστη και τους σιωπηρούς κανόνες του υποκόσμου, αναφορικά με την εχεμύθεια. Σφιχτό, γεμάτο συναισθηματική φόρτιση και ερωτηματικά, που μόνο ο δρόμος μπορεί να απαντήσει και όχι τα σακάκια και οι γραβάτες της αστικής τάξης. Το τέλος, ποτισμένο με Χριστιανική φιλανθρωπία, τονίζει ακόμη περισσότερο , την γύμνια του συστήματος, την απώλεια και τα αδιέξοδα της ζωής στα προάστια για μεγάλο μέρος της Αμερικανικής νεολαίας.

Έχοντας καιρό να διαβάσω σειρά αυτοτελών ιστοριών του Πελεκάνος, αν η τι άλλο, απόλαυσα το κλασικά λιτό, αλλά μουσικό γράψιμο του. Τις αναφορές του στην Ελληνική ομογένεια, την μαύρη κουλτούρα, τις νοερές περιδιαβάσεις με τους ήρωες του στους δρόμους και τα προάστια της Washington. Απολαυστικά γλαφυρός, μεταφέρει την αίσθηση του The Wire στο χαρτί, με τον γνωστό του τρόπο, σαν ένα καλό fusion σχήμα, που αναμιγνύει, rock, soul, funk για να δημιουργήσει ένα τελικό αποτέλεσμα, δυναμίτη. Μέχρι να ακολουθήσει η Ελληνική μετάφραση, αρκεστείτε στο πρωτότυπο, όπως κ εγώ.

THE WIRE ταξίδι σην πραγματική Αμερική

THE WIRE ταξίδι σην πραγματική Αμερική 


Οι περισσότεροι από όσους διαβάζετε κείμενα μου από το 2000 και μετά, γνωρίζετε την αγάπη μου για τον Ελληνοαμερικανό συγγραφέα George Pelecanos. Χάρη σε αυτόν απέκτησα μια διαφορετική αισθητική για την έννοια του πολέμου των ναρκωτικών και τη ζωή στις Αμερικάνικες μεγαλουπόλεις, από όσα συνήθως είχα ως προσλαμβάνουσες παραστάσεις από τις Αμερικάνικες κινηματογραφικές παραγωγές, ακόμη και αν μπορούσαν ή προσπαθούσαν να είναι ρεαλιστικές.

Το φετινό Πάσχα (μεταχρονολογημένο εννοείται το κείμενο), το πέρασα καθηλωμένος στην παρακολούθηση της σειράς The wire, μιας σειρά που λαμβάνει χώρα στην Βαλτιμόρη. Με σεναριογράφο και παραγωγό τον ίδιο τον Πελεκάνο, ανάμεσα σε άλλους, έχει ως βασικό στοιχείο που στην αρχή σε αποτρέπει, αλλά σύντομα σε σαγηνεύει, τον ρεαλισμό. 

Η ζωή στις «γωνίες», των δρόμων, τα πόστα διακίνησης εξαρτησιογόνων ουσιών, με  διακινητές παιδιά του γυμνασίου και λυκείου ως επι το πλείστον, οι έμποροι, η αστυνομία, το φυλετικό μίσος, η εκκλησία και οι πολιτικοί, (Δήμαρχος, γερουσιαστές), μαζί με τα σωματεία των εργαζόμενων, δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα. Ο Πελεκάνος, με κεντρικούς ήρωες, μια σειρά αστυνομικών, ντετέκτιβ , που δεν είναι απλά εξανθρωπισμένοι, αλλά φτάνουν στο άλλο άκρο, λόγω των προσωπικών δαιμόνων τους, να γίνονται ακόμα και αντι ήρωες και απεχθείς, παρουσιάζει μια μάχη. Μια συνεχής μάχη, οχι ανάμεσα στο καλό και στο κακό, τον νόμο και την τάξη, αλλά ανάμεσα στον άνθρωπο, που προσπαθεί να επιβιώσει και την αδυσώπητη πραγματικότητα. Αστυνομικοί, διεφθαρμένοι ή με αίσθηση του καθήκοντος, βαποράκια εγκλωβισμένα στον κόσμο της γωνίας και του εύκολου χρήματος αλλά και παιδιά που ξεφεύγουν, όταν μπορούν. Ιερείς που βοηθάνε γιατί το αισθάνονται και άλλοι που ασκούν το έργο τους απομονωμένοι στον άμβωνα. Πολιτικοί, που λαδώνονται ή εκβιάζουν για να λαδωθούν από όλους και πολιτικοί που αγωνίζονται να μην τους απορροφήσειτο σύστημα. Ισορροπίες που διαταράσσονται και χρώματα που σπάνια θα είναι λευκό ή μαύρο, αλλά με το γκρίζο του μολυβιού, να κυριαρχεί, μαζί με το σκούρο μπλε των αστυνομικών στολών και κοστουμιών σε αντίθεση με τα λευκά μπλουζάκια των παιδιών των συμμοριών.


Τί δουλειά έχουν όλα αυτά στο Μusic and Book Tales? ίσως την πιοσχετική από όλες.Πλέον στην εποχή του Netflix κ των συνδρομητικών καναλιών, η πολτική ορθότητα, έχει αρωματίσει την βρώμα των δρόων και ΄χει "εξευγενίσει" το περιθώριο,δίνοντας του το άλλοθι, του εθισμού,της ψυχικής νόσου και άλλα ωραία, όταν για πολλούς στην εποχή του Wire, είναι μονόδορμος ή απλά, στυγνά, κυνικά,ρεαλιστικά ο εύκολος δρόμος προς τον πλούτο ή την επιβίωση,αμοραλιστικά και ρεαλστικά.. Η υποκουλτούρα της μαύρης μουσικής των πόλεων, που από rap, εξελίχθηκε στο go go των κλαμπ, είναι παντού ,σε μια πόλη που ηπλειοψηφία της είναι έγχρωμοι. Όμως δεν είναι αυτό που τους ξεχωρίζει, ίσως είναι αυτό που ενώνει αλλά οδηγεί και στο θάνατο. Το ξεκαθάρισμα τωνΝΥρκέζων εμπόρων που έχουν κάνει κατάληψη/εισβολή στα πόστα τους,γίνεται με βάση μουσικές ερωτήσεις. Γιατί η κάθε μαύρη κοινότητα έχει την δική της μουσική κουλτούρα. Πόσο οικείο ακούγεται στους rockers και τους metalheads που ξεχωρίζουν τον «αδελφό» τους από τα ακούσματα.



Η κηδεία, η αγρύπνια μάλλον των νεκρών αστυνομικών ντετέκτιβ, γίνεται σε ένα Ιρλανδέζικο μπαρ, με κοινό τραγούδι, κέλτικης καταγωγής, στο οποίο συμμετέχουν όλοι οι συνάδελφοι, λευκοί, μαύροι, ασιάτες, στην κέλτικη μελωδία.’Ενα τραγούδι που κλείνει με έναν ύμνο στις Η.ΠΑ την χώρα της διαφυλετικής ελευθερίας, πειστικά δοσμένο , μέσα από αυτούς που την διαφυλάττουν με την ζωή τους, τους «κακούς» μπάτσους, που τους χρωστάνε υπερωρίες ετών και τους δίνουν ως αντάλλαγμα ,το δικαίωμα δεύτερης εργασίας στον ελεύθερο χρόνο τους.Οι λευκοί λιμενεργάτες του σωματείου, μεθάνε παρέα με τους μαύρους ακούγοντας τα μπλουζ των NIGHTHAWKS live, αλλά στα δωμάτια τους έχουν αφίσες οι νεότεροι των DISTURBED και των SHINEDOWN. Η μουσική είναι εκεί,οχι για να ενώσει ή να χωρίσει, αλλά για να δώσει το στίγμα της. Το ντύσιμο, είναι ακόμη μια ένδειξη της κουλτούρας της μουσικής, φαρδιά τζιν παντελόνια,κίτρινα Timberland μποτάκια μπλούζες από ομάδες μπάσκετ , φαρδιά μπουφάν. Όταν η κουλτούρα του δρόμου, γίνεται εξώφυλλο αλλά και το αντίστροφο. Αυτά όμως για τους μικρούς της κάθε ομάδας. Στα ανώτερα κλιμάκια, τα πάντα είναι προσεγμένα, σινιέ, δίχως επιγραφές, αλλά με λιτότητα, για εμπόρουςναρκωτικών ή αστυνομικούς διευθυντές.


Η μαγεία της σειράς είναι οτι αγγίζει ευαίσθητα θέματα όπως η παρακολούθηση των τηλεφώνων, τα προσωπικά δεδομένα, την χρήση και εμπορία εξαρτησιογόνων ουσιών, το θάνατο, μέσα από δολοφονικές ενέργειες, χωρίς να ηρωοποιεί ή να δαιμονοποιεί. Η δόξα της σύλληψης είναι στιγμιαία, γιατί υπάρχει το δικαστήριο που λανθασμένες κινήσεις ελευθερώνουν τον δράστη. έμπορος ναρκωτικών συνεισφέρει στα φτωχά παιδιά της γειτονιάς, ενώ ο γερουσιαστής «κλέβει» κανονικά τον έμπορο που αποφασίζει να μετακινηθεί σε πιο νόμιμες επιχειρήσεις. Η παρανομία, δεν έχει χώρο και χρώμα, ούτε κοινωνική τάξη. Το δικαίωμα του νόμου να επεμβαίνει υπέρ του ανίσχυρου, γκρεμίζεται από την γραφειοκρατία των υπηρεσιών. Σύμφωνα με το Αμερικάνικο μοντέλο, η ατομική πρωτοβουλία ( ο αντισυστεμικος ήρωας) ο Ιρλανδός, μέθυσος αλλά πανέξυπνος ντετέκτιβ Μακ Ναλι, δίνει τη λύση, αλλά στις ιστορίες του Πελεκάνου, ο έμπορος μπορεί να φυλακιστεί και ο αστυνομικός να βρεθεί με δυσμενή απόσπαση/μετάθεση, γιατί η ιεραρχία, ο σεβασμός στους κανόνες και την αλυσίδα της ιεραρχίας, πληρώνεται σε κάθε επίπεδο.


Σε μια από τις πιο ρεαλιστικές και καλογυρισμένες σειρές της Αμερικανικής τηλεόρασης μετά τις αλήστου μνήμης σειρές σαν το Hill street Blues των 80ς ,αναγνωρίζουμε την ραπ κουλτούρα, να δίνει πραγματικές διαστάσεις στον εαυτό της, σαν συνοδεία μιας κοινότητας, που έχει κάνει μονόδρομο το εύκολο χρήμα, μέσω των ναρκωτικών. Παρακολουθούμε την αστυνομία, να παραπαίει ανάμεσα στα νούμερα, τις στατιστικές που πρέπει να επιτύχει (συλλήψεις,κλήσεις κτλπ) τις πολιτικές ισορροπίες, την βαρεμάρα, την ευθυνοφοβία ,τον σεξισμό, την έλλειψη χρημάτων και πόρων γενικότερα, αλλά και τον επαγγελματισμό και την διάθεση κάποιων για να αλλάξουν καταστάσεις.


Με αυτή τη σειρά, πραγματικά προβληματίζεται κανείς για όσα συμβαίνουν πίσω από τα ωραιοποιημένα ρεπορτάζ, όσα δεν δείχνουν οι κάμερες, έναν κόσμο, που ηθελημένα αποκρύπτεται, γιατί δεν θέλει να αναδυθεί. Μια σειρά που βάζει ερωτήματα, για το δίκαιο του νόμου, την ανάγκη της καταστολής, τον ρατσισμό, τα «δικαιώματα» των εμπόρων ναρκωτικών, αλλά και που ξεκινά η αυθαιρεσία του Κράτους απέναντι στο οργανωμένο έγκλημα και που τελειώνουν τα δικαιώματα του εγκληματία. Πόσο υπάρχουν ακόμα ηθικοί κώδικες τιμής και για ποιόν αξίζει να τους τηρούμε.


Η Ελληνική παρουσία από τον τρίτο κύκλο της σειράς, με την «Ελληνική» ομάδα λαθρεμπόρων, εμπόρων ναρκωτικών, κλεπταποδόχων, μας κάνει υπερήφανους, γιατί ο Πελεκάνος διαιωνίζει την λέξη «μαλάκα», δια στόματος Ελλήνων της διασποράς και Πολωνών και μας ανεβάζει στα ανώτερα κλιμάκια της εγκληματικής ιεραρχίας, ως διακινητές μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών.


Το The wire είναι ένα έργο πολυεπίπεδο. Μια δυνατή αστυνομική ιστορία μ εθέμα τα ναρκωτικά, την πολιτική διαφθορά και την αποδόμηση της μοντέρναςΑμερικάνικης κοινωνίας,σε πρώτο επίπεδο. Μια ηθική σύγκρουση, με δυσδιάκριτα όρια, σε ένα δεύτερο επίπεδο. Οι έννοιες της καλοσύνης, της εκδίκησης, της λύτρωσης, της ταπεινότητας, της ευθύνης απέναντι στο νσυνάνθρωπο, στον σύντροφο, στην κοινωνία και στην οικογένεια, αλλοιώνονται μπροστά στην ορμή των γεγονότων, όταν το καλό και το κακό αποκτούν μιασχετικότητα, που εξοργίζει αλλά και αγγίζει με τον ρεαλισμό της. Δίνει βάρος στις διαπροσωπικές σχέσεις, θίγοντας θέματα, όπως η ομοφυλοφιλία και η αποδοχή της από την σύγχρονη κοινωνία, αλλά και η απιστία ως διέξοδος σε ανθρώπους, που το ίδιο το σύστημα συνθλίβει ψυχολογικά στα γρανάζια του κάθε μέρα αστυνομικοί). Τολμά να κοιτάξει μέσα στις οικογένειές των εμπόρων και των χρηστών, να σκαλίσει ιστορίες ,για την απόρριψη του χρήστη ,αλλά και τον εξαναγκασμό του νεαρού να γίνει βαποράκι, για να συνεχίσει τηνοικογενειακή παράδοση, με μια ματιά, τίμια, δίχως συναισθηματισμούς και ηθικολογίες. Παρακολουθεί τις διαφυλετικές σχέσεις, την κοινωνία των ανθρώπινων σκουπιδιών λευκών και μαύρων, εργαζόμενων και άνεργων, δίχως κριτική στάση. Ο ομοφυλόφιλος μαύρος Ομάρ, λειτουργεί ως ληστής εμπόρων ναρκωτικών, Ρομπέν των δασών αλλά και αποδιοπομπαίος τράγος για την μαύρη κοινότητα και τους σκληρούς της (λόγω των σεξουαλικών του επιλογών),όσο και ως πρότυπο για μικρά παιδιά, γιατί τολμά να μην δέχεται του ςφραγμούς που βάζουν ακόμα και οι ομοεθνείς του. Ο νεαρός βαρώνος των ναρκωτικών Μάρλο, επιδεικνύει σκληρότητα στους πάντες, από το πρεζόνι τουδρόμου, μέχρι τον αντίπαλο έμπορο και μας δείχνει το πρόσωπο της νέας εποχής, με την οποία θα κλείσει η σειρά. Μιας εποχής, που δεν υπάρχει ούτε η ελάχιστη ηθική ,ούτε ο παραμικρός κανόνας οχι μεταξύ Νόμου και παρανόμων αλλά και μεταξύ παρανόμων. Η μπέσα και ο σεβασμός θα αντικατασταθούν από το κυνήγι του χρήματος και της εξουσίας για τους εμπόρους, το κυνήγι τηςθέσης για τους πολιτικούς, με κάθε κόστος και συμμαχίες ακόμη και με τον διάβολο, εκεί που το χρώμα του δέρματος δεν παίζει πια κανένα ρόλο.


Το wire είναι μια πραγματεία, γύρω από τον τρόπο διοίκησης, στην Δυτική κοινωνία, με τον Μακιαβελισμό σε κάθε επίπεδο, τις ανίερες συμμαχίες, το αλισβερίσι της εξουσίας και την έκπτωση κάθε ηθικής αξίας ή την χρήση κάθε μέσου για να δικαιώσεις τον σκοπό. Θέτει θέματα, επίκαιρα, όπως την νομιμοποίηση των ναρκωτικών σε ελεγχόμενους χώρους, την αξία τηςπρόληψης αντί της καταστολής, την ανεπάρκεια της εκπαίδευσης, τους περιορισμούς της κοινωνικής μέριμνας, από το αδηφάγο τέρας του Δημοτικού στην περίπτωση μας προϋπολογισμού. Μα πάνω από όλα αποτελεί μια σειρά με έντονη κοινωνική οπτική αλλά και προσωπικά ερωτήματα που απευθύνει στον καθένα, παίζοντας με τους κεντρικούς ήρωες και την εναλλαγή τους από κακούς σε καλούς, δίχως διάκριση χρώματος ή θέσης, αστυνομικοί, έμποροι βαποράκια, κρατικοί υπάλληλοι, τα πάντα είναι σχετικά στην σχέση τους με την δικαιοσύνη και το καλό. Η αλλαγή ομάδας αποφασίζεται με διαφορετικά κίνητρα, αλλά τελικά ο καθένας μας θα αναρωτηθεί, ποιά είναι η ηθική γραμμή που ξεχωρίζει τον ευσυνείδητο πολίτη από τον εγκληματία, ασχέτως εικόνας.


Μια σειρά που αξίζει να δείτε, αν δεν έχετε δει ακόμη και να σκεφτείτε, γιατί δενείναι ακόμα ένα αστυνομικό σίριαλ, με πολύ βία και έγκλημα, αλλά μια ανατομίατης μοντέρνας Αμερικανικής μεγαλούπολης, και πλέον αρκετών Δυτικών,


TOKYO BLADE -"Time is the fire"

 TOKYO BLADE -"Time is the fire"



When you expect inspiration  to meet luck, the success train may have been long gone. For TOKYO BLADE, one of the most underrated NWOBHM bands, this is the case. Tormented by personnel changes, singers in and outs and albums that were never below average which flirted with Melodic rock equally successful with the MAIDENesque metal they were  introduced to us, they are still among us and surprisingly they deliver one of the best NWOBHM albums of the recent years.

 The band now consists of original members, singer Alan Marsh and guitarists. John Wigging and Andy Boutlon, bassist Andy Wrighton and drummer Steve Pierce  has based its music in the twin guitars dwelling some strong songs and a healthy diet of NWOBHM, BLACK SABBATH (Dio-Tony Martin era) and JUDAS PRIEST aggressiveness of the latest era combined with the always existed tendency to melody and the THIN LIZZY twin guitar attack. They play sharp,edge, heavy metal tunes with captivating choruses and steamrolling rhythmi parts. When they decide to leave the in-your-face approach they deliver epic tunes like the "Rameses" a "Powerslave" era slow grinder that transforms into a metal beast, with claws ready to devour the listener and surprises you with a small "when your guitar gently weeps" reference in the solo melody. They can deliver stunning twin guitar THIN LIZZY inspired epics like "The 47' ," The Six Hundred" and "S\oldier On"  or in your face modern metal as in 'The devil you know","Feeding the Rat" and "Moth to the Flame","We burn". But the band has its own unique style crafted over the years that shines in songs like "Going with the flow" and "Are you happy now".



 TOKYO BLADE didn't reinvent the wheel, nor themselves, they just deliver the album they should have 30 years ago, without caring who will listen, a proof that they have still fire in their bellies, primeval fire, that could catapult them to the big league of the metal music, even for a while. With their new album they prove that all those young competitors who were raised on NWOBHM and imitate the 80s are good, but the originals have the sacred knowledge of the right sound the guitar dwelling, the mastery of the vocal delivery and the odour of the heavy metal form the midlands that conquer the world. For those of you who understand how underestimated as a band were Paul Di'anno's BATTLEZONE, this is the next closer example to an undiscovered diamond of an album. 

Better late than never,TOKYO BLADE made a bold statement with their new album, that they have the songs and the musicianship and they won't disappear without a bang. For fans of the metal scene of the 80s, one of the best albums that wasn't released in the 80s but deserves your attention and love.


7.5

Song of the week-Lita Ford performs “Close My Eyes Forever” the day after Ozzy Osbourne’s death

  Lita Ford performs “Close My Eyes Forever” the day after Ozzy Osbourne’s death  From KK’s Steel Mill, Wolverhampton, July 23 2025 | Presen...