Τζόναθαν Λέθεμ – Κόκκινες βασίλισσες (Κεδρος)

 

Τζόναθαν Λέθεμ – Κόκκινες βασίλισσες (Κέδρος)

Ένα βιβλίο για απαιτητικούς αναγνώστες. Πιστό στην μοντέρνα αμερικανική ογκώδη, πολυεπίπεδη μυθιστοριογραφία στα βήματα των ΝτεΛίλο, Ρίτσαρντ Πάουερς, αγγίζει μια ευαίσθητη όσο και ξεχασμένη πλευρά της Αμερικανικής ιστορίας. Οι Αμερικανοί κομμουνιστές, από την εποχή της οργάνωσης, δικτύωσης πριν τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, ως τις μέρες μας, σε μια περιγραφή μέσα από την ιστορία μιας οικογένειας.


 

Η μητέρα Ρόουζ Ζίμερ εβραία που έχει αποκηρύξει τη θρησκεία ως άγκυρα στην εξέλιξη της ως πολιτικοποιημένου όντος αποτελεί τον πυρήνα της οικογενειακής ιστορίας, που εξελίσσεται από τα χρόνια πριν τον Β’ ΠΠ έως τα κινήματα κοινωνικής ανυπακοής/ευαισθητοποίησης του 21ου αιώνα. Η Ρόουζ μέσα από την προσωπική ιστορία της καθώς και των δορυφόρων αντρών στη ζωή της, του συζύγου, του ξαδέλφου, των εραστών της, μας δίνει το πρώτο στίγμα, για έναν άνθρωπο, για τον οποίο, ο κομμουνισμός κερδίζει τη θέση του στο δρόμο, στην καθημερινή μάχη στους χώρους εργασίας αλλά και διαβίωσης. Αγωνίστρια, όσο και ισχυρογνώμονας, εφαρμόζει την «ορθή» κομματική/ιδεολογική πρακτική στη γειτονιά της το Σανισάιντ, του Κουίνς. Ελέγχει τους πάντες, νέα ζευγάρια, παλαιούς συντρόφους. Όλοι υπόκεινται στο άγρυπνο «κομματικό» μάτι της. Το ίδιο «κομματικό» μάτι, που δεν θα αντέξει να συναγελάζεται το κόμμα και θα την διαγράψει σε ανύποπτη στιγμή. Ο γάμος της με το Γερμανό Εβραίο, πρώην αριστοκράτη πρόσφυγα Άλμπερτ, θα δώσει τη Μίριαμ, μια κόρη που θα βρεθεί σύντομα δίχως πατέρα αλλά με μια μητέρα κέρβερο στην πολιτική της ανατροφή και «σκύλα» στην διαπαιδαγώγησή της. Η εποχή της αμφισβήτησης και του υδροχόου, θα δώσει στη Μίριαμ, το εφαλτήριο για να αφήσει μακριά την συμβίωση με τη μητέρα της και με τον νέο σύντροφο και άνδρα της φολκ τραγουδιστή Τόμι Γκόγκαν. Θα ξεκινήσει τον δικό της αγώνα, για τα πολιτικά δικαιώματα και τη γυναικεία χειραφέτηση, με μια ευρύτερη «αριστερή» προσέγγιση, μακριά από τον ισοπεδωτικό χαρακτήρα και πολιτική κατεύθυνση της μητέρας της, αλλά εξίσου μαχητικά.

Οι άνδρες που θα παίξουν ρόλο στη ζωή των δύο γυναικών, θα έχουν το δικό τους κεφάλαιο ο καθένας. Ο «θετός» γιός του εραστή της Ρόουζ, μαύρου αστυνομικού Λούκιν, Σίσερο, ένας καθηγητής, ομοφυλόφιλος, που αγωνίζεται να ξεφύγει από το παρελθόν του και να ξορκίσει τις ισχυρές παρουσίες των γυναικών στης ζωή του, χαμένος στο κολλέγιο μιας μεσοδυτικής πολιτείας.

Ο πρώην σύζυγος της, Άλμπερτ, που θα καταλήξει να χτίζει τον κομμουνισμό στην Ανατολική Γερμανία και μέσα από την αλληλογραφία με την κόρη του Μίριαμ, θα ξετυλίξει την ιστορία του. Την ιστορία της φυγής, της αδυναμίας συμβίωσης με την Ρόουζ και τις αρνήσεις της, της νέας πατρίδας, νέας οικογένειας, της ασθένειας, του χωρισμού και της μοναξιάς. Αιώνιος κυνηγός της χίμαιρας, ανίκανος να αγαπήσει και να αφοσιωθεί σε κάτι παραπάνω από την ιδεολογία του, θα πεθάνει εκλιπαρώντας τα πολιτικά του όνειρα, να δικαιολογήσουν τις προδοσίες και τη φυγή του.

Ο Εβραίος εξάδελφος Λένι Άνγκρας, σκακιστής, εκτιμητής νομισμάτων, θα ανταλλάξει την επανάσταση, με τη μονογραφία του για τα αμερικανικά δολάρια. Τη ζωή του, για έναν ανικανοποίητο, ατελέσφορο έρωτα με τη Μίριαμ, μέχρι να σταματήσει τη ζωή του στην ίδια συνοικία που τον κατάπιε, από την αρχή της γέννησης του, το Σανισάιντ.

Ο Τόμι Γκογκαν, ένας μέτριος τραγουδοποιός, που η φολκ καριέρα του, θα είναι ζωντανή, μέχρι τη στιγμή που ο Μπόμπ Ντύλαν θα αποφασίσει να γίνει ηλεκτρικός, αλλά η ζωή του, θα αποκτήσει ουσία μετά τη γνωριμία του με την Μίριαμ. Αυτή θα τον οδηγήσει στην ίδια την έμπρακτη επανάσταση και το τέλος τους. Μαζί με το μοναδικό του άλμπουμ, θα γνωρίσει την επιτυχία, την αναγνώριση και την έμπνευση, πολύ μακριά από την ασφάλεια της Νέας Υόρκης.

Η Μίριαμ, η κόρη που γυρνά την πλάτη στο κατεστημένο, όχι μόνο της Αμερικής των ευκαιριών, αλλά και του οργανωμένου αγώνα μέσα από το κομμουνιστικό κόμμα. Ο Τόμι Γκόγκαν, τα κοινόβια και οι κουακέροι, θα είναι τα απάγκιά της. Η συμμετοχή της σε ένα τηλεπαιχνίδι γνώσεων, η μεγάλη ήττα από το κατεστημένο, που αρνείται, μέχρι εκείνο να ξεσκεπάσει την αδυναμία της να επιβιώσει, μακριά από το αστικό περιβάλλον των Η.Π.Α που της επιτρέπει να είναι επαναστάτρια εκ του ασφαλούς. Ο γιός της Σέρτζιους, η κληρονομιά της στην επανάσταση.

Η Νικαράγουα των Σαντινίστας, θα αντικαταστήσει τα πάρτι και τα κοινόβια της εποχής της αμφισβήτησης. Η Μίριαμ με τον Τόμι, θα βρουν εκεί το βιολογικό τέλος τους, προσπαθώντας να επανακτήσουν την έμπνευση ο πρώτος, που θα την βρει έστω και αργά, την ουσία της αντίστασης στο κατεστημένο η δεύτερη. Όλα αυτά λίγο πριν χαθούν παραδομένοι στα χέρια των ληστών που ντύνονται επαναστάτες, με διαφορετική στολή κάθε εβδομάδα.

Η Ρόουζ συνδετικός κρίκος, θα αποτελέσει το κλείσιμο των αναζητήσεων του Σέρτζιους, για την καταγωγή του. Αυτή θα γίνει για πρώτη φορά η τομή των κύκλων της ζωής του με αυτούς του Σίσερο. Δύο συγγενείς εξ αίματος και εξ αγχιστείας που θα συναντηθούν πάνω από το απομεινάρι της παλιάς αγωνίστριας σε ένα οίκο ευγηρίας αλλά και στο κολέγιο του καθηγητή.

Οι γυναίκες ορίζουν την επανάσταση, σαν πράξη πολιτική, σεξουαλική, κοινωνική με τους άντρες απλά πιόνια, συνοδούς, όμως ποτέ δεν την ολοκληρώνουν. Την επιζητούν, αλλά την χάνουν. Προσπαθούν, βιώνουν, παλεύουν, αλλά στο τέλος βρίσκονται ακόμη πιο μόνες, απογοητευμένες, γιατί η προσπάθεια να δικαιολογήσουν την μοναξιά και την ατέλειά τους, μέσα από αγώνες και κοινωνικά κινήματα, δεν καλύπτει τις ανασφάλειες και τα κενά τους. Η φλόγα τους όμως, λειτουργεί σαν καύσιμο για άνδρες, μικρούς και αδύναμους μόνους, να τοποθετηθούν σε καιρούς αλλαγών. Πυροδοτεί αναφλέξεις, χαρακτήρων, πράξεις και οδηγεί, τους άνδρες της ζωής τους, σε υπερβάσεις, δημιουργικότητα, φυγή, αποτυχία, πρόσκαιρη δόξα αλλά και αποτυχία. Είναι το καύσιμο και η κινητήρια δύναμη, για κάθε τι καλό ή κακό, στην ζωή των ανδρών τους που ακόμη και σε απόσταση από αυτές κινούνται εξαιτίας του φόβου της συνάντησης ή της απόρριψης σε διαδρομές επαναστατικής σύγκρουσης ή παράδοσης στο πεπρωμένο.

Η γνωριμία του Σέρτζιους, ενός παιδιού επαναστατών, μεγαλωμένου σε κουακερικό σχολείο εμποτισμένου με το πνεύμα του πασιφισμού, θα θέσει σε κίνηση τα γρανάζια της επανάστασης. Η τελευταία πρόκληση, η αρχή του τέλους, η πραγματική πράξη αντίστασης, επανάστασης, θα έχει ακόμα μια φορά, κινητήριο δύναμη μια γυναίκα, την καταληψία, φολκ τραγουδίστρια Λίντια όμως ο υλοποιητής θα είναι ο εγγονός της κομμουνίστριας, γιός της μαχητικής φιλελεύθερης και του πασιφιστή τραγουδιστή. Ο κουακέρος, που θέλει να αναπνεύσει, να αποκτήσει τη δική του φωνή, στον κόσμο της πολιτικής ορθότητας, στον κόσμο, που ο φόβος της τρομοκρατίας δικαιολογεί την κάθε είδους παρενόχληση, την κάθε είδους καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σε αυτό τον κόσμο, έμπρακτα πλέον, ο εγγονός και γιός, θα αλλάξει τους όρους και θα υψώσει το ανάστημά του, έστω και για μία στιγμή.

Ο Λέθεμ, μέσα από ένα οικογενειακό ιστορικό, χτίζει ένα βιβλίο, που σε ρουφάει με την σπειροειδή γραφή του, από το παρελθόν στο παρόν, μέσα από ιστορίες που σαν κομμάτια της σπείρας συμπληρώνουν το παζλ, που οδηγεί από την πνιγηρή ατμόσφαιρα της προ Μακαρθικής Αμερικής, στην Αμερική της μετά την 11/9 εποχής. Η οικογενειακή ιστορία, δίνει τη θέση της, σε προσωπικές μικρές ιστορίες, που αποτελούν τις ψηφίδες που συμπληρώνουν το χρονικό της προσωπικής πορείας της Ρόουζ. Παράλληλα παρακολουθούμε τη μετάβαση του κομμουνιστικού κινήματος σε νέες μορφές δράσης, τις αλλαγές των ίδιων των αμερικανικών κομμουνιστών, σε νέους πιο δραστήριους, πιο σκεπτόμενους, λιγότερο εξαρτημένους από τις κομματικές νόρμες σκεπτόμενους και ενεργούς πολίτες.

Η προσωπική ζωή, θυσιάζεται στον μεγάλο σκοπό, οι δυνατοί χαρακτήρες ρουφάνε τους αδύνατους, καταπιέζουν. Η μητριαρχία ανάγεται στο πολίτευμα της επανάστασης και στο τέλος, ο άνδρας, από ευνουχισμένο αρσενικό δίνει την νότα της αντίστασης, στο πανταχού παρών κατεστημένο. Βαθιά ανθρώπινο, βαθιά πολιτικό, βαθιά αντισυστεμικό, ένα μεγάλο μυθιστόρημα, με χαρακτήρες, που δίνουν νόημα στην έννοια αγώνας αλλά και στην έννοια εγωισμός. Διαβάζεται δίχως διακοπή.

 

Διαβάζεται με τη συνοδεία του Woodstock: Music from the Original Soundtrack and More

Bernie Marsden- "Icons"

 Bernie Marsden- "Icons"



Post death releases usually leave listeners unaffected.Bernie Marsden is not the case. His latest releases were tributes to his influences,/peers mostly blues guitar masters that represent their work with gusto, finesses and personal taste.Marsden on his own became a monument for the British blues and Hard rock scene and was responsible for the most acclaimed WHITESNAKE era, with his ballsy, meat and potatoes blues rock approach in songwriting. In this album a tribute to his musical influences he interprets songs widely known and without making ground breaking changes, he adds his personal stamp. I would suggest you to listen to "Calling card' to understand how a great song by Rory Gallagher can be altered, improved is a strong word and sound equally intriguing, challenging and catchy without leaving the blues era but also without been another blues standard rendition. Marsden, with his unique, "mellow" guitar sound , knew where to put the extra note or chords to give some extra depth to well known and loved classics. 

 


He dares to cover classics by guitar masters like Hendrix, Clapton, Gallagher, Green, Duane Allman and keep the project fresh and interesting. "Shake Your Money Maker", "Bell Bottom Blues", "Purple Haze" (not in the hippie edition you re used to listen to), "Born Under A Bad Sign",  "Wheels Within Wheel", "Calling Card" in a stormy rendition, "Oh Well","Jessica","Man Of The World" are among the tunes he covers and comes up with some interesting, never dull or stereotype approaches.

 For those of you who still are not familiar with his own work, check this album as a smooth and challenging introduction , to a person and musician deeply missed.

 

7,5

Mark Morton- "Without the pain"

 Mark Morton- "Without the pain"



It is not unusual for the United States born and raised musicians when they re coming if age to make something of tribute to their musical roots. So LAMB OF GOD guitar player Mark Morton makes a solo/personal album where Southern Rock, Country  and Outlaw Country meets and raises the beer or bourbon glass depending the song. You would expect Morton to unleash some fury and anger but he chooses the opposite direction. Groove, acoustic tracks, Southern swagger, country sing along all in an album that has more guests than the Pope's funeral. 

 


Big names from the extreme metal genre to Southern Rock are participating and giving the songs some extra depth.The songs are funky, honky tonk rock n rollers, countrified ballads, country rock ballads that aim to the trackers, the rockers and the hillbillies of this world,aiming more to the heart than to the brain. Darker at "Nocturnal Sun" (feat. Troy Sanders & Jared James Nichols), more country and tearful at "Home" (feat. Travis Denning). Morton prays simplicity and honky tonk, bar room rock n roll and you can listen to "Hell & Back" (feat. Jaren Johnston) ,heart breaking "Come December" (feat. Charlie Starr & Jason Isbell) , powerful and slow burning, moody,  "Dust" (feat. Cody Jinks & Grace Bowers) or rocking "Forever In The Light" (feat. Tyler Bryant) to understand Mark knows the game and what and how he wants to pass to his listener. Outside the limits and barriers of metal music he gives us a heartwarming Southern, country rock album that has SKYNYRD and ALLMAN along with 90s country and Nashville written on it. To close the album, as a tribute to his influences he chooses a real "difficult" SKYNYRD song , "The Needle And The Spoon" (feat. Neil Fallon) to make his love for Southern rock and country understood, in a lower and more addictive tuning.The other thing that gives an extra boost to the album, is that all collaborators share Morton's vision, giving us a true pleasure for the ears. 

 

Forget distortion and extreme measures, here is a true Southern praying to the gods of music and Southern rock.

8


“De Mysteriis”- Χρυσόστομος Τσαπραΐλης (Αντίποδες)

 “De Mysteriis”- Χρυσόστομος Τσαπραΐλης  (Αντίποδες)



Προσωπική συμπάθεια και κατά την άποψη μου από τους πιο ελπιδοφόρους συγγραφείς στην κατηγορία, λογοτεχνία του φανταστικού, Τρόμου, ο Χριστόφορος Τσαπραΐλης  μας παραδίδει το νέο του πόνημα. Στην τρίτη συλλογή διηγημάτων του, παραμένει ανάμεσα στο άχρονο και το ψυχρό. Τοποθετημένο χωροχρονικά στις σκοτεινές περιοχές των Βαλκανίων, της Κεντρικής Ευρώπης, της Ελλάδας και της Αθήνας, απλά σε κάνει να δεις με άλλο μάτι, γνωστές τοποθεσίες, ονόματα και ανθρώπους. Από την συλλογή των διηγημάτων του, δεν λείπει η ανισότητα. Λείπει όμως η έλλειψη έμπνευσης, η επανάληψη και η προσπάθεια να αποσπάσει από τον αναγνώστη, τον φόβο, την έκπληξη και την αίσθηση ο,τι τίποτα δεν είναι γνωστό, σίγουρο ή έστω ασφαλές και γνώριμο.

Τα διηγήματα είναι όλα ενδιαφέροντα και ταυτόχρονα άνισα. Το εισαγωγικό «Η εκκλησία» με την black metal αισθητική του, σε κρατά δέσμιο αλλά και σε εισάγει στο στερεότυπο της «σκοτεινής» γραφής, που υπονοεί περισσότερο από ο,τι δείχνει τον πραγματικό τρόμο. Ο φόβος έχει τη μορφή σκιάς που περνά από την πόρτα στο υπνοδωμάτιο αποδομώντας την ηρεμία του ύπνου. Η “Νεκρώσιμη ομίχλη” πατά σε πιο γνώριμα μονοπάτια, με την ακαθόριστη χρονικά Ελληνική επαρχία, τις μνήμες, τους φόβους, την προσήλωση στην λατρεία των παλιών θεών, χθόνιων ή και όχι. Εστιάζει στην ανάγκη του ανθρώπου, να πιστέψει και στη μαγική δύναμη της πίστης έστω και αν αυτή προϋποθέτει θυσίες και προσφορές σε ανθρώπινη ζωή, για να ξεπληρωθούν όσα έλαβαν αυτοί που ζήτησαν δίχως να μετρήσουν το αντίβαρο του αιτήματος τους. Το ”Παγωμένο φεγγάρι” από τα κορυφαία διγήματα του βιβλίου, λατρεύει την φιλία, την  δύναμη μετά το θάνατο, σε μια πόλη χτισμένη στα Βαλκάνια, ζυμωμένη με  παραδόσεις, αίμα και ομίχλη, βαθύ, κατανυκτικό, ομιχλώδες, σιγοτρώει τη ηρεμία του αναγνώστη, που δεν μπορεί να ξεφύγει από το τέλος που διαγράφεται πνιγηρό και σίγουρο ,για την επικράτηση του αρχέγονου, που επιβάλλεται νικηφόρα, ψυχρά και νομοτελειακά, δίχως ίχνος λύπησης στο νέο και “πολιτισμένο”. Οι “Παγανιστικοί φόβοι” πατάνε στο σήμερα, για να σημαδέψουν τις γιορτές και την “εναλλακτική “ προσέγγιση της ζωής, με τους δεσμους με τη φύση και την άλλη πλευρά που τόσο πολύ αρνούμαστε μέσα από την διαφυγή ,καταφυγή στην  τεχνολογία και την εσωστρέφεια του 21ου αιώνα.Τα διηγήματα ακροβατούν ανάμεσα στην γοτθική φαντασία, τον τρομο των “Ισιρθών από την κρύπτη” και την λατρεία του απόκοσμου, με ένα επίχρισμα της ρομαντικής, άχρονης  “τρέλας” της Ζυράνας Ζατέλη, να καλύπτει σαν πρωινή παχνη τα μνήματα στο νεκροταφείο, εδώ τις ιστορίες και τους ήρωες τους, άβουλα πρόσωπα, σε ένα παιχνίδι δίχως όρια και όρους, ,ένας παιάνα στην μητέρα φύση και τους βασικούς θεούς του κόσμου, από την μέρα της γέννησης του, δυστοπικό και άχρονο. 

Στο “Ζωή αιώνια” το τοπίο γίνεται αστικό, σύγχρονο, εν μέσω κρίσης και αστέγων, απομάκρυνσης και έλλειψης ταυτότητας. Μια γυναίκα, αναζητεί τον εαυτό της, την θέση της στο σήμερα, για να ανακαλύψει ότι το χθες της είναι γνώριμο, σαν το εκμαγείο ενός προσώπου καλουπωμένου με το τσιμέντο της ταφής. Μια ιστορία που η λύτρωση δεν είναι η ζωή, αλλά ο θάνατος, η γνώση αποτελεί μονόδρομο για την φυγή σε μια άλλη ζωή, αιώνια και διαφορετική από την επιβίωση στον κόσμο της κρίσης και του υπολογισμένου πανικού και μοναξιάς.



Είναι όμως το τελευταίο διήγημα με τον ταιριαστό τίτλο ” Στη σκόνη του χρόνου”, που ο συγγραφέας ξεφεύγει από τη μανιέρα που ο ίδιος έχει προσεκτικά και επιμελώς καλλιεργήσει, για να μεταφερθεί στο αστικό τοπίο. Σε μια μίξη τρόμου, καφκικού προσδιορυισμου της ζωής στην πόλη, στις παρυφές του σήμερα, κούριερ και λιτανείες λατρείας οφιοειδών σχηματισμών συναντιούνται  ,σε ένα κείμενο σαγηνευτικό και καταιγιστικό. Χώρος του ,η Αθήνα, η Κυψέλη που οι ανηφόρες της και τα δαιδαλώδη στενά σαν πίνακες του Escher, αποκτούν άλλη διάσταση μέσα από την πένα του Τσαπραΐλη . Η αέναη μεταλλαγή, το φίδι που αλλάζει δέρμα και έρπει στην άβολη και άβουλη πόλη, ζητώντας νέο αίμα για την λατρεία που έρχεται ή μήπως είναι πάντα εδώ, ζητώντας δικαίωση και επιβεβαίωση. Μια ιστορία, πυρετική, ασφυκτική, με το πρωταγωνιστή, φυγά στο χρόνο, που του απομένει και αναζητεί την λύση, όχι για να επιβιώσει, αλλά για να βιώσει τη γνώση στην αιώνια αποτία της ζωής,. Αστικός τρόμος, θρίλερ και δοξασίες από την ύπαιθρο στην πόλη, δίνουν μια άλλη διάσταση στην προσέγγιση του  Χρυσόστομου Τσαπραΐλη και δένουν τον αναγνώστη στο άρμα των πιστών της θρησκείας του φιδιού, μαγεμένους από τον υπνωτικό  ρυθμό και τον ζήλο της περιγραφής. Μια νέα οδός δημιουργίας και ανάγνωσης ανοίγει με το κλείσιμο του βιβλίου, ανανεώνοντάς την έννοια του αστικού τρόμου.


Heavier Trip- A heavy metal movie glory sequence or a heavier disappointment

                           Heavier Trip



Λένε συχνά ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται, με τη μορφή φάρσας ,αν δεν προσέξεις. Κάτι τέτοιο συνέβη και με την συνέχεια μιας ταινίας που για πολλούς ήταν το Spinal Tap  των 00ς, Heavier Trip.

Για όσους δεν θυμούνται την μαύρη κωμωδία του Heavy Trip ένα underground Death Metal  σχήμα από τη Φινλανδία, που προβάρει σε ένα σφαγείο, έχει ένα  τραγουδιστή εσωστρεφή, έναν μπασίστα κινητή εγκυκλοπαίδεια της μεταλ σκηνής και όνειρα, καταφέρνει περνώντας δια πυρός και σιδήρου να εμφανιστεί σε ένα φεστιβάλ, μεταφέροντας το φέρετρο με το σώμα του νεκρού ντράμερ τους, φόρος τιμής στην φιλία, την μουσική και την παραδοσιακή μεταλ λογική, «εμείς εναντίον όλων». Με μια σειρά έξυπνες Ιδέες αλλά και εμπλέκοντας τα παιχνίδια ρόλων, τους κατά τόπους λάτρεις των όπλων, την ισλαμοφοβία και την αγάπη για ελευθερία ενάντια στο σύστημα, ο σκηνοθέτης Juuso Laatio, Jukka Vidgren μας έδωσε μια κωμωδία που σε κάνει να γελάς αβίαστα , με τις μεταλ καρικατούρες που δεν γελοιοποιούνται αλλά δίνουν αβίαστα γέλιο, μέσα από τους περιορισμούς τους, τις αντιδράσεις τους και την αντοχή τους στην κακοτυχία. Η σκηνή της «επαγγελματικής» φωτογράφισης του σχήματος, για το ντέμο τους,  με τη βοήθεια των καμερών ταχύτητας και η αλα επικίνδυνές αποστολές πρόσβασης τα αρχεία της τροχαίας, είναι σκηνές κινηματογραφικής ανθολογίας. Αυτά όμως στο Heavy Trip




Σήμερα έχουμε στην οθόνη μας,τη συνέχεια του έργου. Η παρέα είναι έγκλειστη σε απομονωμένες φυλακές, με σκοπό να εκτίσουν την ποινή τους, για όσα έγιναν στην πρώτη ταινία και να επιστρέψουν πιο ώριμοι στην κοινωνία. Σε μια φυλακή που είναι μίξη από Αλκατράζ και παιδότοπο, έρχεται η ώρα που κάνει το κάθε underground σχήμα να σκεφτεί σοβαρά το επόμενο βήμα του. Το κέρδος, η δόξα και η δημοσιότητα, από  έναν ατζέντη που τους προσφέρει μια θέση στο Wacken, απόρροια της δημοσιότητας, όσων συνέβησαν στην πρωτη ταινία. Διαπληκτισμοί, ο φόβος για την επιτυχία και το ξεπούλημα, θα οδηγήσουν το μπασίστα Xytrax  και νυν βιβλιοθηκάριο της φυλακής να ασκήσει βέτο,. Η παρέα κερδίζει και αρνείται το «βρώμικο» χρήμα του ξεπουλήματος στην εμπορικότητα των μεγάλων φεστιβάλ-πρώτο κλισέ-. Όμως ένα οικογενειακό συμβάν που απαιτεί χρήματα, γιατί οι κακές τράπεζες, -δεύτερο πλουτοκρατικό κλισέ-, απαιτούν το σφαγείο (κ προβάδικο) και το σπίτι του κιθαρίστα. Η οικογένεια και  πάλι οδηγεί το σχήμα σε μια απόδραση που θα μπορούσε να είναι άνετα σε ταινία του Λουί ντε φίνες ή του Βεγγου, μπουφονική, αγχωτική και με ακραίες κατατάσσεις. Η συνέχεια εν μέρει κωμική ,εν μέρει αφόρητα κλισέ. Οι IMPALED RECTUM συναντούν τους ήρωες τους που έχουν ξεπουληθεί στο μάνατζερ και είναι ουσιαστικά μουσικοί-μαριονέτες, που εξαρτώνται από τη μισθοδοσία. Σε ένα διαρκές κυνηγητό με την πρώην δεσμοφύλακα, νυν κυνηγό, κομάντο που θέλει στην κυριολεξία τα σκαλπ τους, οι IMPALED RECTUM συναντάνε σε μια εμπνευσμένη σκηνή, ένα μαγαζί με ροκ μεμοραμπίλια, που σατιρίζει εύστοχα τις εμμονές των μεταλλάδων, ανταποκρίνονται στις «ντροπιαστικές» ενοχές τους, ο «αντεργκραουντ» μπασιστας λατρεύει τις ΒΑΒΥ METAL, δείχνοντας ότι δεν είναι τα πάντα σκοτεινά. Η φιλία τους δοκιμάζεται, όταν ηχογραφουν το πρωτο brutal death metal single τους το "Prisoner of Flesh", που ο ατζέντης  Fisto κ ο μηχανικός ήχου μετατρέπει σε ένα μοντέρνο  melodic deathcore τραγούδι με ηλεκτρονικά στοιχεία και το μετονομάζουν σε "To Die For». Όταν το ανακαλύπτουν, διαφωνούν και το σχήμα διαλύεται από τον κακό ατζέντη που θέλει μόνο τον τραγουδιστή Turo. Αυτός, ανάλγητος και φιλοχρήματος, θα  βγάλει τον Turo επι σκηνής με μια πληρωμένη μπάντα να τον υποστηρίζει φορώντας το καπέλο του Lemmy για μεγαλύτερη βαρύτητα. Κλισέ, με γνήσιους και ξεπουλημένους μουσικούς, χρήματα που κλείνουν σπίτια και εξαγοράζουν συνειδήσεις, τραγούδια που μεταλλάσσονται χάρη τη εμπορικότητας ,εν αγνοία των μουσικών, στο στούντιο και ένα τέλος που πραγματικά θέλει φαντασία για την κακογουστιά του, συνδυάζοντας τον Μπατμαν με τους μπλουζ μπράδερς σε ένα λασπωμένο και κρύο Wacken.


Το Heavier Trip είναι ουσιαστικά μια ταινία μουσικής καταδίωξης και ωρίμανσής. Το αντεγραουντ γίνεται πλέον αναγνωρίσιμο, οι ήρωες αποκαθηλώνονται, φιλίες και εμμονές αλώνονται, αλλάζουν και ωριμάζουν δίνοντας τη μορφή τους σε κάτι διαφορετικό, πιο γήινο αλλά οχι αναγκαστικά πιο ώριμο. Πατώντας στο κλασικό μοτίβο των μπλουζ μπροδερς. Η λύτρωση έρχεται μέσα από την φιλία, την πίστη στη μουσική και το υψωμένο μεσαίο δάχτυλο στον Κύριο, στο Κράτος, Το Κεφάλαιο, όπως θέλετε πείτε το ,την Εξουσία. Ο παιδαριώδης τρόπος και τα μάλλον άκομψα αστεία ευτελίζουν και κουράζουν μαζί με τα ψευτο φιλοσοφικά, διλλήματα. Η ακεραιότητα των IMPALED RECTUM μπροστά στη διεφθαρμένη μουσική σκηνή, τα μεγάλα φεστιβάλ, που λιώνουν τον καλλιτέχνη για το κέρδος, η ρομαντική προσέγγιση απέναντι στο μουσικό γίγνεσθαι, γρήγορα γίνονται γραφικά γιατί το επιφανειακό των χαρακτήρων δεν αντέχει να στηρίξει κάτι παραπάνω από ένα αστείο, που αναμασιέται και ξαναζεσταίνεται, με πολύ λιγότερες στιγμές λάμψης .Αν με ρωτήσετε ,θα σας πρότεινα να δείτε την ταινία χωρίς απαιτήσεις. Σίγουρα δεν θα έχει την τύχη του πρώτου μέρους και θα ξεχαστεί εξίσου ευκολά, με τον τρόπο που γράφτηκε το σενάριο, σαν ένα συνονθύλευμα εύκολων αστείων και ιδεωδών, που έχουν ξεπεραστεί από την ίδια τη κοινωνία μέσα στην οποία δρουν, ανήκουν, μεγαλώνουν και εν μέρει περιθωριοποιούνται οι όποιοι IMPALED RECTUM .



Don Airey- "Pushed To The Edge"

 Don Airey- "Pushed To The Edge"



Being prolific is one thing, outsourcing some ideas that would shine in your main band's excellent last albums is another and yet keyboard wizard Don Airey, a keyboard maestro in rock music,  finds time between gigs and DEEP PURPLE'S recordings to present us with a smoking Hard rock album. Along with him for the ride his now also DP companion Simon Wright at guitars,veteran vocalist and valuable gun for hireKarl Sentance and Mitchell Emms (The Voice UK) drummer Jon Finnigan, and bassist Dave Marks help to make his musical dream come true.  




 What you should expect, maybe nu metal massive riffs, MUSE arena rock prog, Metalcore in the vein of ARCHITECTS, retro rock in the vein of TEMPERANCE MOVEMENT, sleaze rock ike THE TREATMENT,low tuned,SABBATH style metal with vulgar power like ORANGE GOBLIN,neenah,nothing of that, just the essence of Aireys musical journey. A great 70s inspired Hard rock album where DEEP PURPLE, URIAH HEEP, Gary Moore, Ozzy along with a bit of JUDAS PRIEST combined as influences to create a brilliant,enjoyable album. You would expect the keyboards to have the main role, dominate the album but  Airey is a songwriter and knows that there is no better way to serve a good song ,a good idea, than to let it build among strong vocals and great guitars, while not forgetting the keyboard wizardry where is needed.  The album has its instrumental moments. "Girl from Highland Park" with its 60s/Crooning references the majestic "Finnigan’s Awake", hard rock brilliance and in your face attack in "Tell Me" with its 'Burn' speed and feeling, " Rock the Melody" with its RAINBOW hints,  "Keep on Running" with its Spanish intro and the late DP style, the ELP prog,pomp monster of  "Godz of War" and a number of tracks that a lot of modern hard rock bands would die to have in their portfolio like the slow burner ballad "Flame in the water" a reminiscent of the great 80s ballads,  and the straight in your face, muscle rockers "Moon Rising", "Out of Focus" with some 'crazy" organ playing and  the Ozzy flavored  "Edge Of Reality" . A prolific writer who let his hair down in this album covering what he likes most, hard rock, heavy metal you name it with a twist. 

Pushed to the Edge’ is the non DP album that Ian Gillan would die to sing at and definitely a winner.


8

Metal Lords- Heavy metal the American way- Or No metal et all-Metal goes NetFlix


 Η μεταλλική φιλμολογία, μυθολογία, έχει αρκετές ταινίες στο ενεργητικό της. Ξεκινώντας από την απόλυτη metal ταινία το Spinal Tap για ένα σχήμα που μέσα από την άνοδο και την πτώση του, περιγράφεται με κωμικό τρόπο, όλη η σκηνή των 80ς, με τις εκκεντρικότητες, την ηλιθιότητα, την αφέλεια και την πίστη και την αγάπη στην μουσική αλλά και το καλάμι των «φτασμένων « μουσικών. Υπάρχουν ταινίες -θρίλερ-παρωδίες όπως το Trick or treat-(με συμμετοχή του Ozzy) με τον μέσο μεταλλά, οπαδό, να αποτελεί το μαύρο πρόβατο της σχολικής κοινωνίας, γιατί αρνείται να ενσωματωθεί-Σας θυμίζει κάτι άραγε? Πιο σοβαρές ΄πως το Sound of metal για τον μουσικό και τις παράπλευρες απώλειες που έχει η μουσική στην υγεία και τη ζωή του. Ταινίες ανθρώπων που αρνούνται να ενηλικιωθούν The roadie, The rocker και αγγίζουν τα όρια της φάρσας, κωμικές ταινίες που αναγνωρίζουν τα κλισέ και τους περιορισμούς του Heavy metal και το αποδομούν εκ των έσω, δείγμα των πραγματικών φίλων και ακολούθων της μουσικής αυτής, όπως το εκπληκτικό The heavy trip ή πιο σκοτεινές που αγγίζουν την ψυχολογία του θεατή με την λυτρωτική δύναμη της μουσικής ακόμη και να αυτή αποτελεί επίσης έναν τρόπο να απομακρυνθείς και να απομονωθείς -The metalhead.

Οι περισσότερες ταινίες για την μεταλλική κοινότητα, αφορούν τα κλισέ του είδους και ευτυχώς στερούνται σοβαροφάνειας. Το heavy metal εξ αρχής είναι πρωτίστως ψυχαγωγική μουσική και τα στερεότυπα του, είναι σαν τα κασκόλ των ποδοσφαιρόφιλων , χρήσιμα για αναγνώριση και μόνο. Ο πραγματικός μουσικόφιλος, ενηλικιώνεται, μα κρατά τις μεταλλικές του ρίζες και συνεχίζει να απολαμβάνει την μουσική, ελαχιστοποιώντας τα στερεότυπα. Για κάποιους ο εναγκαλισμός με την κλειστή ομάδα των μεταλλάδων αποτελεί τον δικό τους τρόπο διαφυγής από την πραγματικότητα και εκεί αρχίζουν τα ευτράπελα. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, που έχει οδηγήσει ευρέως την μεταλλική κοινότητά στην γραφικότητα και την περιθωριοποίηση, γιατί κανείς δεν ανέχεται τον εστετισμό της. Μια μορφή κοινωνικού ρατσισμού, αμφίπλευρη, με τους μεταλλάδες συνήθως στην πλευρά των χαμένων.

Το Metal lords, μια netflix heavy metal ταινία, με ο,τι αυτό συνεπάγεται, προσπαθεί να δείξει σοβαροφάνεια. Επιστρατεύει τον παραγωγό του, το πολύ καλό κιθαρίστα Tom Morello (RATM, AUDIOSLAVE) και την βαρύτητα του, ειδικά στην Αμερικάνικη μεταλλική σκηνή. Ανάλογη όμως με την στάση του Μορέλο, επαναστάτη που ασπάζεται τα οφέλη του καπιταλισμού, είναι και το ειδικό βάρος της ταινίας. Ο έφηβος ντράμερ Κέβιν που ερωτεύεται τη έφηβη με πιθανή διπολική διαταραχή συμμαθήτρια του/ τσελίστρια Emily και έχει να επιλέξει ανάμεσα στον φίλο και την «γκόμενα». Γιατί ο κολλητός του φίλος Hunter , ένα γνήσιο τέκνο της μεταλλικής κοινότητας με όλη την εικόνα, μακριά μαλλιά, μπλουζάκια με logo σχημάτων, περικάρπια με καρφιά, κιθάρες, δισκοθήκη, αφίσες στο υπόγειο, γιος πλαστικού χειρουργού, παιδί χωρισμένων γονιών. Επαναστάτης που αγαπά τον ακραίο και όχι μόνο (τα ακούσματα του, είναι ένας αχταρμάς από Motley crue μέχρι Darkthrone) ήχο και χρησιμοποιεί την Platinum American Express του μπαμπά για να ολοκληρώσει το μουσικό του όνειρο. Κιθαρίστας, που το metal αποτελεί τρόπο ζωής, αντίδρασης και καπάκι σε μια χύτρα που κοχλάζει. Με την «‘αντικοινωνική» συμπεριφορά του, αποξενώνει τους πάντες και το δικαιολογεί μέσα από την μουσική. Αληθινό, το κάναμε οι περισσότεροί. Αλλά η επανάσταση- η εφηβική αντίδραση στο «κατεστημένο» εκεί στα 15-16 αλλάζει χρώμα και νόημα, γιατί η μουσική από μόνη της δεν μπορεί να πυροδοτήσει μια επανάσταση με βάση δίχως ηθικό βάρος-ιδίως τα βιβλία και το θεωρητικό υπόβαθρο. Εδώ έρχεται ο Μορέλο και κάνει την ταινία, μια συλλογή κλισέ. Ο μεταλλάς κιθαρίστας που μεταμορφώνει τους δύο έφηβους (ντράμερ/τσελίστρια) μυώντας τους στην μουσική με βίντεο από το you tube και spotify, δίχως εξώφυλλα, στίχους κτλπ, μια επιφανειακή προσέγγιση αλλά πραγματική για τη γενιά των 00ς. Το metal ως αναζήτηση ταυτότητας, σε ένα σχολείο που όλοι περνάνε καλά στο πάρτι, εκτός του black metal κιθαρίστα που μιζεριάζει, επίσης πραγματικό και ειδικά αν μιλήσετε με μουσικούς της Νορβηγικής σκηνής , σχεδόν θέσφατο. Ο ήλιος λάμπει για τους άλλους, για εμάς είναι σκοτάδι και ας μην μας προκαλέσει κανείς, προκαλούμε εμείς.

Η παιδική φιλία που θα δοκιμαστεί, η μάχη των συγκροτημάτων που θα γίνει ύστατος σκοπός του κιθαρίστα και θα οδηγήσει σε ρήξη με τον ντράμερ και έτερο πρωταγωνιστή και την συμπαθή τσελίστρια που θυμίζει εν μέρει τους APOCALYPTICA, ξαφνικά ανακαλύπτει την χαρά του headbanging και τα δερμάτινα. Σε μια μικρή κοινότητα, έφηβοι, δίχως προβλήματα και με στοιχειώδεις υπαρξιακές ανησυχίες, καταστρέφονται από την λατρεία και ταύτιση με το φαντασιακό μέρος της μουσικής, ή αποφασίζουν να είναι γήινοι και ρεαλιστές απολαμβάνοντας την μουσική σαν σύνολο, όπως ο Κέβιν. Το τέλος της ταινίας θα είναι ως είθισται θετικό, διδακτικό, με την μουσική να παραμένει κινητήριος δύναμη, αλλά να έρθει η αυτογνωσία μέσα από μια σειρά περιπετειών, που θα συμπεριλάβουν εφηβικούς μουσικούς τοπικούς ήρωες, που έχουν γίνει ψυχολόγοι, τον κλασικό νταή -παίκτη της ομάδας ποδοσφαίρου και χαλαρούς τύπους, που ζουν για τα πάρτι και τις κοπέλες, με την μουσική σαν πάρεργο και μια ονειρική ή ονειρεμένη εμφάνιση της νεοσύστατης μπάντας. Κάπου εδώ η ταινία Metal Lords, θα γίνει πιο γήινη και για το Netflix μιλάμε άλλωστε, πιο κοντά σε μια αγορά εκατομμυρίων, που ο μεταλλάς, είναι ακόμη ένα φρικιό, αλλά εξανθρωπίζεται μέσα από αυτή την ωραία ιστοριούλα, όταν αποβάλλει το corpse paint και μιλά για την αδυναμία του να ζητήσει συγγνώμη. Αλήθειές, ειπωμένες με χονδροειδή τρόπο σε μια ταινία, που θα ξεχαστεί γρήγορα στην μεταλλική μυθολογία/φιλμολογία, όσο και να την προωθεί ο executive producer Morello. Ότι αξίζει είναι η cameo εμφάνιση των Kirk Hammet, Scot Ian, Rob Halford που δείχνουν πόσο πραγματικά ανθρώπινοι είναι οι μουσικοί που λατρεύτηκαν από γενιές, με τον Halford να ηθικολογεί σε βαθμό που θα γελάσεις και μόνο με το άκουσμα της ατάκας του.

Metal Lords, the American away. Μεσοαστοί έφηβοι, δίχως οικονομικά προβλήματα, σε έναν κόσμο δίχως πολέμους, μεταναστευτικές ροές, βία με την μουσική το μόνο όνειρο και δυστυχώς και κίνητρο για απομόνωση και σύγκρουση, με τους άπιστους. Μια τίμια προσέγγιση στον μεταλλικό ψυχισμό του 15 χρονου, που αλλάζει με τον δύσκολο τρόπο, σε μια ταινία που θα αρέσει στο γενικό κοινό που πηγαίνει σε δυο συναυλίες το χρόνο MAIDEN, METALLICA. Για όσους το heavy metal αποτελεί ακόμα κομμάτι της ζωής τους, αλλά όχι τρόπο ζωής γιατί δεν είναι άλλωστε, προτιμήστε το Heavy trip.

«Μέρες θαυμαστής διαύγειας» - Aharon Appelfeld (Άγρα)

  «Μέρες θαυμαστής διαύγειας» - Aharon Appelfeld (Άγρα)   Ο ΒΠΠ μόλις έχει τελειώσει. Ο νεαρός Εβραίος Τέο Κορνφελντ...