THE WIRE ταξίδι σην πραγματική Αμερική

THE WIRE ταξίδι σην πραγματική Αμερική 


Οι περισσότεροι από όσους διαβάζετε κείμενα μου από το 2000 και μετά, γνωρίζετε την αγάπη μου για τον Ελληνοαμερικανό συγγραφέα George Pelecanos. Χάρη σε αυτόν απέκτησα μια διαφορετική αισθητική για την έννοια του πολέμου των ναρκωτικών και τη ζωή στις Αμερικάνικες μεγαλουπόλεις, από όσα συνήθως είχα ως προσλαμβάνουσες παραστάσεις από τις Αμερικάνικες κινηματογραφικές παραγωγές, ακόμη και αν μπορούσαν ή προσπαθούσαν να είναι ρεαλιστικές.

Το φετινό Πάσχα (μεταχρονολογημένο εννοείται το κείμενο), το πέρασα καθηλωμένος στην παρακολούθηση της σειράς The wire, μιας σειρά που λαμβάνει χώρα στην Βαλτιμόρη. Με σεναριογράφο και παραγωγό τον ίδιο τον Πελεκάνο, ανάμεσα σε άλλους, έχει ως βασικό στοιχείο που στην αρχή σε αποτρέπει, αλλά σύντομα σε σαγηνεύει, τον ρεαλισμό. 

Η ζωή στις «γωνίες», των δρόμων, τα πόστα διακίνησης εξαρτησιογόνων ουσιών, με  διακινητές παιδιά του γυμνασίου και λυκείου ως επι το πλείστον, οι έμποροι, η αστυνομία, το φυλετικό μίσος, η εκκλησία και οι πολιτικοί, (Δήμαρχος, γερουσιαστές), μαζί με τα σωματεία των εργαζόμενων, δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα. Ο Πελεκάνος, με κεντρικούς ήρωες, μια σειρά αστυνομικών, ντετέκτιβ , που δεν είναι απλά εξανθρωπισμένοι, αλλά φτάνουν στο άλλο άκρο, λόγω των προσωπικών δαιμόνων τους, να γίνονται ακόμα και αντι ήρωες και απεχθείς, παρουσιάζει μια μάχη. Μια συνεχής μάχη, οχι ανάμεσα στο καλό και στο κακό, τον νόμο και την τάξη, αλλά ανάμεσα στον άνθρωπο, που προσπαθεί να επιβιώσει και την αδυσώπητη πραγματικότητα. Αστυνομικοί, διεφθαρμένοι ή με αίσθηση του καθήκοντος, βαποράκια εγκλωβισμένα στον κόσμο της γωνίας και του εύκολου χρήματος αλλά και παιδιά που ξεφεύγουν, όταν μπορούν. Ιερείς που βοηθάνε γιατί το αισθάνονται και άλλοι που ασκούν το έργο τους απομονωμένοι στον άμβωνα. Πολιτικοί, που λαδώνονται ή εκβιάζουν για να λαδωθούν από όλους και πολιτικοί που αγωνίζονται να μην τους απορροφήσειτο σύστημα. Ισορροπίες που διαταράσσονται και χρώματα που σπάνια θα είναι λευκό ή μαύρο, αλλά με το γκρίζο του μολυβιού, να κυριαρχεί, μαζί με το σκούρο μπλε των αστυνομικών στολών και κοστουμιών σε αντίθεση με τα λευκά μπλουζάκια των παιδιών των συμμοριών.


Τί δουλειά έχουν όλα αυτά στο Μusic and Book Tales? ίσως την πιοσχετική από όλες.Πλέον στην εποχή του Netflix κ των συνδρομητικών καναλιών, η πολτική ορθότητα, έχει αρωματίσει την βρώμα των δρόων και ΄χει "εξευγενίσει" το περιθώριο,δίνοντας του το άλλοθι, του εθισμού,της ψυχικής νόσου και άλλα ωραία, όταν για πολλούς στην εποχή του Wire, είναι μονόδορμος ή απλά, στυγνά, κυνικά,ρεαλιστικά ο εύκολος δρόμος προς τον πλούτο ή την επιβίωση,αμοραλιστικά και ρεαλστικά.. Η υποκουλτούρα της μαύρης μουσικής των πόλεων, που από rap, εξελίχθηκε στο go go των κλαμπ, είναι παντού ,σε μια πόλη που ηπλειοψηφία της είναι έγχρωμοι. Όμως δεν είναι αυτό που τους ξεχωρίζει, ίσως είναι αυτό που ενώνει αλλά οδηγεί και στο θάνατο. Το ξεκαθάρισμα τωνΝΥρκέζων εμπόρων που έχουν κάνει κατάληψη/εισβολή στα πόστα τους,γίνεται με βάση μουσικές ερωτήσεις. Γιατί η κάθε μαύρη κοινότητα έχει την δική της μουσική κουλτούρα. Πόσο οικείο ακούγεται στους rockers και τους metalheads που ξεχωρίζουν τον «αδελφό» τους από τα ακούσματα.



Η κηδεία, η αγρύπνια μάλλον των νεκρών αστυνομικών ντετέκτιβ, γίνεται σε ένα Ιρλανδέζικο μπαρ, με κοινό τραγούδι, κέλτικης καταγωγής, στο οποίο συμμετέχουν όλοι οι συνάδελφοι, λευκοί, μαύροι, ασιάτες, στην κέλτικη μελωδία.’Ενα τραγούδι που κλείνει με έναν ύμνο στις Η.ΠΑ την χώρα της διαφυλετικής ελευθερίας, πειστικά δοσμένο , μέσα από αυτούς που την διαφυλάττουν με την ζωή τους, τους «κακούς» μπάτσους, που τους χρωστάνε υπερωρίες ετών και τους δίνουν ως αντάλλαγμα ,το δικαίωμα δεύτερης εργασίας στον ελεύθερο χρόνο τους.Οι λευκοί λιμενεργάτες του σωματείου, μεθάνε παρέα με τους μαύρους ακούγοντας τα μπλουζ των NIGHTHAWKS live, αλλά στα δωμάτια τους έχουν αφίσες οι νεότεροι των DISTURBED και των SHINEDOWN. Η μουσική είναι εκεί,οχι για να ενώσει ή να χωρίσει, αλλά για να δώσει το στίγμα της. Το ντύσιμο, είναι ακόμη μια ένδειξη της κουλτούρας της μουσικής, φαρδιά τζιν παντελόνια,κίτρινα Timberland μποτάκια μπλούζες από ομάδες μπάσκετ , φαρδιά μπουφάν. Όταν η κουλτούρα του δρόμου, γίνεται εξώφυλλο αλλά και το αντίστροφο. Αυτά όμως για τους μικρούς της κάθε ομάδας. Στα ανώτερα κλιμάκια, τα πάντα είναι προσεγμένα, σινιέ, δίχως επιγραφές, αλλά με λιτότητα, για εμπόρουςναρκωτικών ή αστυνομικούς διευθυντές.


Η μαγεία της σειράς είναι οτι αγγίζει ευαίσθητα θέματα όπως η παρακολούθηση των τηλεφώνων, τα προσωπικά δεδομένα, την χρήση και εμπορία εξαρτησιογόνων ουσιών, το θάνατο, μέσα από δολοφονικές ενέργειες, χωρίς να ηρωοποιεί ή να δαιμονοποιεί. Η δόξα της σύλληψης είναι στιγμιαία, γιατί υπάρχει το δικαστήριο που λανθασμένες κινήσεις ελευθερώνουν τον δράστη. έμπορος ναρκωτικών συνεισφέρει στα φτωχά παιδιά της γειτονιάς, ενώ ο γερουσιαστής «κλέβει» κανονικά τον έμπορο που αποφασίζει να μετακινηθεί σε πιο νόμιμες επιχειρήσεις. Η παρανομία, δεν έχει χώρο και χρώμα, ούτε κοινωνική τάξη. Το δικαίωμα του νόμου να επεμβαίνει υπέρ του ανίσχυρου, γκρεμίζεται από την γραφειοκρατία των υπηρεσιών. Σύμφωνα με το Αμερικάνικο μοντέλο, η ατομική πρωτοβουλία ( ο αντισυστεμικος ήρωας) ο Ιρλανδός, μέθυσος αλλά πανέξυπνος ντετέκτιβ Μακ Ναλι, δίνει τη λύση, αλλά στις ιστορίες του Πελεκάνου, ο έμπορος μπορεί να φυλακιστεί και ο αστυνομικός να βρεθεί με δυσμενή απόσπαση/μετάθεση, γιατί η ιεραρχία, ο σεβασμός στους κανόνες και την αλυσίδα της ιεραρχίας, πληρώνεται σε κάθε επίπεδο.


Σε μια από τις πιο ρεαλιστικές και καλογυρισμένες σειρές της Αμερικανικής τηλεόρασης μετά τις αλήστου μνήμης σειρές σαν το Hill street Blues των 80ς ,αναγνωρίζουμε την ραπ κουλτούρα, να δίνει πραγματικές διαστάσεις στον εαυτό της, σαν συνοδεία μιας κοινότητας, που έχει κάνει μονόδρομο το εύκολο χρήμα, μέσω των ναρκωτικών. Παρακολουθούμε την αστυνομία, να παραπαίει ανάμεσα στα νούμερα, τις στατιστικές που πρέπει να επιτύχει (συλλήψεις,κλήσεις κτλπ) τις πολιτικές ισορροπίες, την βαρεμάρα, την ευθυνοφοβία ,τον σεξισμό, την έλλειψη χρημάτων και πόρων γενικότερα, αλλά και τον επαγγελματισμό και την διάθεση κάποιων για να αλλάξουν καταστάσεις.


Με αυτή τη σειρά, πραγματικά προβληματίζεται κανείς για όσα συμβαίνουν πίσω από τα ωραιοποιημένα ρεπορτάζ, όσα δεν δείχνουν οι κάμερες, έναν κόσμο, που ηθελημένα αποκρύπτεται, γιατί δεν θέλει να αναδυθεί. Μια σειρά που βάζει ερωτήματα, για το δίκαιο του νόμου, την ανάγκη της καταστολής, τον ρατσισμό, τα «δικαιώματα» των εμπόρων ναρκωτικών, αλλά και που ξεκινά η αυθαιρεσία του Κράτους απέναντι στο οργανωμένο έγκλημα και που τελειώνουν τα δικαιώματα του εγκληματία. Πόσο υπάρχουν ακόμα ηθικοί κώδικες τιμής και για ποιόν αξίζει να τους τηρούμε.


Η Ελληνική παρουσία από τον τρίτο κύκλο της σειράς, με την «Ελληνική» ομάδα λαθρεμπόρων, εμπόρων ναρκωτικών, κλεπταποδόχων, μας κάνει υπερήφανους, γιατί ο Πελεκάνος διαιωνίζει την λέξη «μαλάκα», δια στόματος Ελλήνων της διασποράς και Πολωνών και μας ανεβάζει στα ανώτερα κλιμάκια της εγκληματικής ιεραρχίας, ως διακινητές μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών.


Το The wire είναι ένα έργο πολυεπίπεδο. Μια δυνατή αστυνομική ιστορία μ εθέμα τα ναρκωτικά, την πολιτική διαφθορά και την αποδόμηση της μοντέρναςΑμερικάνικης κοινωνίας,σε πρώτο επίπεδο. Μια ηθική σύγκρουση, με δυσδιάκριτα όρια, σε ένα δεύτερο επίπεδο. Οι έννοιες της καλοσύνης, της εκδίκησης, της λύτρωσης, της ταπεινότητας, της ευθύνης απέναντι στο νσυνάνθρωπο, στον σύντροφο, στην κοινωνία και στην οικογένεια, αλλοιώνονται μπροστά στην ορμή των γεγονότων, όταν το καλό και το κακό αποκτούν μιασχετικότητα, που εξοργίζει αλλά και αγγίζει με τον ρεαλισμό της. Δίνει βάρος στις διαπροσωπικές σχέσεις, θίγοντας θέματα, όπως η ομοφυλοφιλία και η αποδοχή της από την σύγχρονη κοινωνία, αλλά και η απιστία ως διέξοδος σε ανθρώπους, που το ίδιο το σύστημα συνθλίβει ψυχολογικά στα γρανάζια του κάθε μέρα αστυνομικοί). Τολμά να κοιτάξει μέσα στις οικογένειές των εμπόρων και των χρηστών, να σκαλίσει ιστορίες ,για την απόρριψη του χρήστη ,αλλά και τον εξαναγκασμό του νεαρού να γίνει βαποράκι, για να συνεχίσει τηνοικογενειακή παράδοση, με μια ματιά, τίμια, δίχως συναισθηματισμούς και ηθικολογίες. Παρακολουθεί τις διαφυλετικές σχέσεις, την κοινωνία των ανθρώπινων σκουπιδιών λευκών και μαύρων, εργαζόμενων και άνεργων, δίχως κριτική στάση. Ο ομοφυλόφιλος μαύρος Ομάρ, λειτουργεί ως ληστής εμπόρων ναρκωτικών, Ρομπέν των δασών αλλά και αποδιοπομπαίος τράγος για την μαύρη κοινότητα και τους σκληρούς της (λόγω των σεξουαλικών του επιλογών),όσο και ως πρότυπο για μικρά παιδιά, γιατί τολμά να μην δέχεται του ςφραγμούς που βάζουν ακόμα και οι ομοεθνείς του. Ο νεαρός βαρώνος των ναρκωτικών Μάρλο, επιδεικνύει σκληρότητα στους πάντες, από το πρεζόνι τουδρόμου, μέχρι τον αντίπαλο έμπορο και μας δείχνει το πρόσωπο της νέας εποχής, με την οποία θα κλείσει η σειρά. Μιας εποχής, που δεν υπάρχει ούτε η ελάχιστη ηθική ,ούτε ο παραμικρός κανόνας οχι μεταξύ Νόμου και παρανόμων αλλά και μεταξύ παρανόμων. Η μπέσα και ο σεβασμός θα αντικατασταθούν από το κυνήγι του χρήματος και της εξουσίας για τους εμπόρους, το κυνήγι τηςθέσης για τους πολιτικούς, με κάθε κόστος και συμμαχίες ακόμη και με τον διάβολο, εκεί που το χρώμα του δέρματος δεν παίζει πια κανένα ρόλο.


Το wire είναι μια πραγματεία, γύρω από τον τρόπο διοίκησης, στην Δυτική κοινωνία, με τον Μακιαβελισμό σε κάθε επίπεδο, τις ανίερες συμμαχίες, το αλισβερίσι της εξουσίας και την έκπτωση κάθε ηθικής αξίας ή την χρήση κάθε μέσου για να δικαιώσεις τον σκοπό. Θέτει θέματα, επίκαιρα, όπως την νομιμοποίηση των ναρκωτικών σε ελεγχόμενους χώρους, την αξία τηςπρόληψης αντί της καταστολής, την ανεπάρκεια της εκπαίδευσης, τους περιορισμούς της κοινωνικής μέριμνας, από το αδηφάγο τέρας του Δημοτικού στην περίπτωση μας προϋπολογισμού. Μα πάνω από όλα αποτελεί μια σειρά με έντονη κοινωνική οπτική αλλά και προσωπικά ερωτήματα που απευθύνει στον καθένα, παίζοντας με τους κεντρικούς ήρωες και την εναλλαγή τους από κακούς σε καλούς, δίχως διάκριση χρώματος ή θέσης, αστυνομικοί, έμποροι βαποράκια, κρατικοί υπάλληλοι, τα πάντα είναι σχετικά στην σχέση τους με την δικαιοσύνη και το καλό. Η αλλαγή ομάδας αποφασίζεται με διαφορετικά κίνητρα, αλλά τελικά ο καθένας μας θα αναρωτηθεί, ποιά είναι η ηθική γραμμή που ξεχωρίζει τον ευσυνείδητο πολίτη από τον εγκληματία, ασχέτως εικόνας.


Μια σειρά που αξίζει να δείτε, αν δεν έχετε δει ακόμη και να σκεφτείτε, γιατί δενείναι ακόμα ένα αστυνομικό σίριαλ, με πολύ βία και έγκλημα, αλλά μια ανατομίατης μοντέρνας Αμερικανικής μεγαλούπολης, και πλέον αρκετών Δυτικών,


TOKYO BLADE -"Time is the fire"

 TOKYO BLADE -"Time is the fire"



When you expect inspiration  to meet luck, the success train may have been long gone. For TOKYO BLADE, one of the most underrated NWOBHM bands, this is the case. Tormented by personnel changes, singers in and outs and albums that were never below average which flirted with Melodic rock equally successful with the MAIDENesque metal they were  introduced to us, they are still among us and surprisingly they deliver one of the best NWOBHM albums of the recent years.

 The band now consists of original members, singer Alan Marsh and guitarists. John Wigging and Andy Boutlon, bassist Andy Wrighton and drummer Steve Pierce  has based its music in the twin guitars dwelling some strong songs and a healthy diet of NWOBHM, BLACK SABBATH (Dio-Tony Martin era) and JUDAS PRIEST aggressiveness of the latest era combined with the always existed tendency to melody and the THIN LIZZY twin guitar attack. They play sharp,edge, heavy metal tunes with captivating choruses and steamrolling rhythmi parts. When they decide to leave the in-your-face approach they deliver epic tunes like the "Rameses" a "Powerslave" era slow grinder that transforms into a metal beast, with claws ready to devour the listener and surprises you with a small "when your guitar gently weeps" reference in the solo melody. They can deliver stunning twin guitar THIN LIZZY inspired epics like "The 47' ," The Six Hundred" and "S\oldier On"  or in your face modern metal as in 'The devil you know","Feeding the Rat" and "Moth to the Flame","We burn". But the band has its own unique style crafted over the years that shines in songs like "Going with the flow" and "Are you happy now".



 TOKYO BLADE didn't reinvent the wheel, nor themselves, they just deliver the album they should have 30 years ago, without caring who will listen, a proof that they have still fire in their bellies, primeval fire, that could catapult them to the big league of the metal music, even for a while. With their new album they prove that all those young competitors who were raised on NWOBHM and imitate the 80s are good, but the originals have the sacred knowledge of the right sound the guitar dwelling, the mastery of the vocal delivery and the odour of the heavy metal form the midlands that conquer the world. For those of you who understand how underestimated as a band were Paul Di'anno's BATTLEZONE, this is the next closer example to an undiscovered diamond of an album. 

Better late than never,TOKYO BLADE made a bold statement with their new album, that they have the songs and the musicianship and they won't disappear without a bang. For fans of the metal scene of the 80s, one of the best albums that wasn't released in the 80s but deserves your attention and love.


7.5

BUMBLEFOOT-"...returns"

 BUMBLEFOOT-"...returns"




After the disbanded of SOA, guitarist BF returns with an album that shows off not onl;y his abilities (already well known) but also his influences and diversity.

 From fusion country he moves softly and easily always on the melodic side of the things but with heaviness when needed ever present. He can shred , he can use low tuning and distortion but hsi sense of melody is his major asset. Accompanied by drummer Kyle Hughes and  appearances by Brian May, Steve Vai, Guthrie Govan, andBen Karas he manages fusion, electronica, progressive metal, country and all in between blended in an amalgam of enjoyable listening. Far beyond the shredding and progressive metal limitations, like Brian Beller at his own personal work Bumblefoot, challenges the listener. 


Usually not in the expected way. Its not the speed of playing ,the complexity of timing, the volume, its the musicality, the sensitivity and the landscapes he creates that make his album stand out among the recent guitar masters. If you would like a comparison, he is similar in the way of thinking with Marty Friedman and Steve Vai who participates at the fusion porg/monster of "Monstruoso", versatile, multi influenced and daring to cross borders without leingt the traditional guitar sound lose its weight over the newer,different elements. He manages to move from the progressive metal with fusion elements in the opening "Simon in space" to the heavy,groovy progressive with the elettronica glimpses and the dominating basslines. Then he surprises everyone in "Moonshine Hootenanny" a country flavored prog metal piece with bajo and guitar picking setting the atmosphere for some Appalchian metal feast.



 But Bumblefoot loves the contemporary and "Rojo" is a modern metal piece, with a constructively repeating demolishing riff , kinda like NIN wit a more lectronic sound. A left turn on 'Cintaku" with its new wave, pop 80s influences , a trip down the nostalgia lane, mixing heavy guitars and pop melodies.While in "Cinco" we have the progressive version of the "Love boat" theme with some pop elements.. Can the man keep up surprising, check "Once in forever" a slow, jazzy piece with great melodic lines and Brian May enhancing the melody,"Andalusia" with its Spanish flavor and the flaming influences  and let yourself meander in the East with "Anveshana", where the Indian Gods let the India spice flavor the piece accompanied by Guthire Gowan, a song that p(l)ays tribute to one of his main influences, Jimi Hendrix

So overall ,"...returns." has everything, a master guitar player, inspiration and great compositions, an album to let you travel through time and senses.

8

«Μηχανάνθρωποι»- Γιάννης Σιδεράκης (Οξύ)

«Μηχανάνθρωποι»- Γιάννης Σιδεράκης (Οξύ)



 Υπάρχουν βιβλία για μηχανές από ανθρώπους που οδηγούν αυτοκίνητα. Υπάρχουν βιβλία για μηχανές από ανθρώπους που ονειρεύονται, αλλά ποτέ δεν θα δουν ανοικτό δρόμο. Υπάρχουν όμως και βιβλία τίμια, για μηχανές ,50αρια και χιλιάρες που έτρεξαν ,τρέχουν και θα τρέχουν στο δρόμο πριν καταλήξουν για τσίπουρα ή σε ένα ροκ μπαρ, που μουσική θα βάζει ο συγγραφέας.

Μηχανόβιος και αυτός, με το μικρόβιο να μην κρύβεται, μαζεύει μια συλλογή ιστοριών, αληθινών ή όχι, λίγο νοιάζει τον ανανγώστη. Θα συναντήσει μέσα στερεότυπα, ολίγη από Ξανθόπουλο και Ελλάδα του 60, μια πρέζα Ελλάδα του 80, Ελλάδα της κρίσης, αλλά πάνω από όλα ανθρώπους που πονάνε και αγαπάνε τη μηχανή τους. Συμπάσχων, αν και εμένα το πάθος μου ήταν τα βινύλια , έκλαψα στο «Χειμώνα» όταν η κρίση ανάγκασε τον πατέρα να πουλήσει τη μηχανή, για να έρθει φαγητό στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, ας όψεται ο Τσίπρας και ο Βαρουφάκης. Μύρισα το οικογενειακό αυτοκίνητο στην «οικογενειακή εκδρομή» με Καλογιαννη και Παριο στο ραδιόφωνο Θυμήθηκα Μιχαλόπουλο, Γαρδέλη, Ντούζο στον «Ξανθό άγγελο». Είδα την Ελλάδα του 60-70 να μην έχει ξεθωριάσει ούτε στο χιλιοστό στον «Γαμπρό». Χαμογέλασα στα «Γατσούλια». Ταξίδεψα με τον Σιδεράκη στον «Χαμένο» και το «Τέλος καραδοκεί» , γέλασα με την αθωότητα και την απλότητα του «Πέφτουμε». Έκανα εικόνα το «Μια μέρα στο ΤΕΛ» εποχές που έχουν χαθεί με τα ταμπλετ, τους τραπερ και τα ακριβά αμάξια που αγοράζουν γονείς σε κακομαθημένα παιδιά. Ένιωσα την αδελφοποίηση που φέρνει ο κοινός τρόπος ζωής στο «Μια ιστορία για τα γεράματα» αλλά πάνω από όλα μελαγχόλησα και χαμογέλασα με την φιλοσοφία μιας γενιάς, που απέδωσε ο Παπακωσταντίνου στον «Κουρσάρο» και όσο υπάρχουν δίκυκλα δεν θα χαθεί στο «Σαν τα μηχανάκια»

Το βιβλίο είναι σε μερικά σημεία λιτό σε σημείο που να σκέφτεσαι ότι ο συγγραφέας, τοποθετεί την κεντρική ιδέα πάνω από τα εκφραστικά μέσα. Είναι όμως η τιμιότητα, η γνώση του αντικειμένου και η αληθοφάνεια των ιστοριών που θα σε κάνουν να μην σταματήσεις. Μαζί με το «Ιστορίες για μηχανόβιους» από τα πιο όμορφα βιβλία που έχω διαβάσει για τους αφανείς ήρωες , τους μηχανόβιους, ασχέτως κυβισμού, που ζουν την στιγμή που το δίτροχο θα ξεκινήσει να κινείται. Γιάννη Σιδεράκη, αν ποτέ έρθεις Αθήνα, θα σε κεράσω μια μπίρα ή τσίπουρο, μέχρι τότε, θα έχω το βιβλίο σου, παρέα για εποχές που λίγοι πλέον καταλαβαίνουν. Ένα βιβλίο, για όσους ξέρουν να αγαπάνε με πάθος.

Lemmy-Famous last words (One of his last interviews)

Lemmy-Famous last words (One of his last interviews) 



 Αυτή είναι μια συνέντευξη που πηρα από τον Lemmy (MOTORHEAD) στα πλαίσια της κυκλοφορίας του τελευταίου τους στούντιο άλμπουμ, για λογαριασμό του Rock Hard Greece (Σακης Φράγκος) .Ήταν μια γραπτή συνέντευξη μέσω email και αναδημοσιεύεται εδώ ,δίχως καμία λείανση, όπως ήταν και ο ίδιος ο Lemmy, αυθεντικός και άμεσος.

Motorhead interview 2015

1. 40 years of active service, usually at 35 people tend to get retired and become pensioners, what is the driving force behind Lemmy and Motorhead to keep playing rock n’ roll?

-Motörhead is my life, that’s what I’m doing, that’s what I’m good at. Why should I retire … And what would I do?

2. The new album has quite a few references to the devil, the title song, the rolling stones cover? How did this occured? Has Lemmy recovery from health problems to do with a pact with the Dark Lord? Like the old bluesmen used to do at the crossroads?

-Not really, the lyrics are Motörhead lyrics and what comes to my mind while listening to the music; injustice in the world, war everywhere, politicians trying to screw us, abuse, child molestation, bad people out there – the real world

3. This time you used quite a few guests, Tom Morello, Brian May, do you believe working with guests has any real impact for such a tight band like MOTORHEAD or is it mostly a publicity trick? Especially Tom Morelo seems to copy the old Fast Eddie Clark sound and pay tribute to the Motorhead golden age days.

-I’m not quite sure which album you’ve listened to? Tom Morello is not on our record. Brian May is a friend, he is Phil’s mate. Phil asked him to play on The Devil, Brian made the time to do it.

4. The album sonically has a lot of references to older works like Rock n roll, “Orgasmatron” and general the more “old time” days, is it on purpose, you tried to achieve a more live/organic sound?

-We never try to achieve anything except to make a good record. We have no master plan, we go into the studio, play, write and record and hope that the music will be liked by our fans the same way we like it

5. The sound of the band doesn’t give a hint that this is the 22nd album, is it because of the producer or cause the latest line up seems to get tighter and younger over the years?

-The line- up is the same for more than 20 years. Cameron has been with us for a while too. We have a good chemistry together. And yes, you may say some albums are better than others but in the end it is just a Motörhead record, noting more, nothing less

6. Which are your favorite songs from the latest album? Which songs do you intent to put at the live set?

-All songs are favorites and substantial

7. This time you work live at the studio, are there any real differences you notice at the final songs? Was the procedure easier more difficult?

-Not really, but they’ve made a lot out of this in the press. Sometimes we’d go in together, sometimes Mikkey would go do it. It just depends. We did about 5 or 6 tracks together, so that much is true. We played and recorded simultaniously

8. The vocals are a bit deeper in the mix and sound a little more tired and down than the previous albums. This has to do of course with Lemmy’s recent health issues but do you feel it is also a sign of the new Motorhead style?

-I’ve always been able to sing deep and low, nothing wrong with my voice

9. The title has to do with some specific issue or just came through some kind of brainstorming?

-It’s just a line from Evil Eye. We were looking for an album title, looked through the lyrics and came up with Bad Magic

10. In recent interviews you told that Motorhead will decrease the number of concerts but increase the venue’s capacity they decide to play? This means that playing in countries like Greece will be possible only for festivals as clubs are usually of small size?

-Honestly, our agent is booking all of the concerts. He sends us the list and we agree or we don’t agree. Sometimes we have bigger venues, in the US all venues are much smaller than in Europe

11. You toured recently with Saxon at US and Crobot, what is like to keep the British metal spirit flame alive? What is the response of the audiences at such packages? Do they look at you like nostalgia groups and have older fans or do you continue to attract younger fans?

We are just touring with them. It is a nice package and it is easier to have a band you get along with

12. This year seems like a strong comeback from classic rock acts like Europe, UFO, Black Star Riders, AC/DC, while the new bands are far behind at producing quality material. Now Motorhead and Maiden comes as the latest addition to the old school bands that keep delivering the goods what’s going on? Are the older bands blessed with the songwriting gift or the new ones have too many things to struggle with?

I really can’t answer this question, especially about other bands. We just do our two year turnaround with writing/recording a new album because we think we owe it to our fans

13. What about MOTORBOAT and all this metal cruise fashion? Is it an easy way to make holidays and enjoy rock music or just another bandwagon to get more cash from the fans?

I liked it already last year, on this next one. It was much more fun as expected plus I got the owners suite - that’s already worthwhile going ha, ha

14. (for Lemmy) You have played quite a few covers at cover albums, which one is the most favorite to you?

Probably the ones I play with Headcat

15. Any chance to see some kind of reunion for some special show of the original Ace of spades line up? Are the hatchets buried between you? Do you contact them?

No reunions plans, and no hatchets to bury. All good between us

16. Motorhead is Lemmy but motorhead merchandise the last years has become extremely expensive and I’m talking about cell phone protective cases or high end speakers or even wines. Are all these great otherwise merchandise stuff, initiated by the bands management and just signed by the band or are an answer to the continuous download and profit diminish?

Everything related to merchandising (the rights) are licensed by the band to a merchandise company. They create a lot of Motörhead shit. Sorry about the prices, we do not really have much of a say about that

17. Do you see an end coming to Motorhead due to Lemmy’s health issue? We all know that diabetes and heart problems don’t go along very well with booze, drugs and extensive touring. Is there a plan for less touring, more specific dates and perhaps more studio or live releases?

No

18. The last albums tend to have a ballad., the one at the last album is quite good, but what does the ballad add to the Motorhead fan and to a Motorhead album? Is this a sign of maturity, tiredness or a good way to slow the pace at the live show to give sometime to recovery for Lemmy?

We’ve always had ballads on our albums - or call it a balladesque songs. Normally we don’t play them live though

19. Do you see the future touring plans to be more in the way of package with other bands even co head lining as Def Leppard/ Whitesnake i.e as a way to decrease cost and increase audiences numbers?

If it is a good package, I’m all for it and it’s fine to be second on the bill, too. I like this. Go out play and don’t have to worry

20. Any chance to see you at Greece? Any plans for us?

This is something that has to be arranged through our agent. We would love to come to Greece, the Greek people are a phenomenal audience, real rock guys and very pretty girls

21. Is there something artistically that MOTORHEAD or Lemmy haven’t tried or accomplished yet?

No, maybe a Chart position of Number 1 in the US ? ha, ha

22. You have been given a prize from the City of Los Angeles. Do you expect something like that to happen in Europe as well?

I don’t think so. I suppose the Mayor of LA is a big Motörhead fan and with me living there for more than 20 years , who knows .. maybe that’s the reason? and also, to coincide with our new album, 40.Anniversary , whatever ..? A nice honor!

Madness - Mr. Apples (Official Video)

 

Madness - Mr. Apples (Official Video)

 


 Here is the official video for ‘Mr. Apples’, featuring the inspired acting skills of Mr Lee ‘Kix’ Thompson.


Over the next year, we’ll be rolling out our catalogue in reverse on digital music services, stripping things back to their originals, picking out our favourite tracks, and unearthing some hidden gems. First up, the original format of ‘Can’t Touch Us Now’ accompanied by a two-track digital single of Mr Apples - out 26th Feb.

Listen: https://linktr.ee/madnessalbums

#Madness #CantTouchUsNow #MrApples #madnessband

http://www.madness.co.uk
  / madnessofficial  
  / madnessband  
  / madnessbandofficial  
  / madnessnews 

«Σάγκι Μπέιν»- Douglas Stewart (Μεταίχμιο)

«Σάγκι Μπέιν»- Douglas Stewart (Μεταίχμιο)



 Σκωτία, δεκαετία 80, βάτες, ντίσκο, καντρι κλαμπ, επιδόματα, αλκοολισμός και ένα παιδί που ανακαλύπτει την ατομική και οικογενειακή διαφορετικότητα σε μια ιστορία, που δεν είναι δράμα, γιατί είναι τόσο πραγματική. Ο Σάγκι Μπέιν, γιός της Άγκνες, μιας γυναίκας , που η προσωπική εμφάνιση και το στυλ, έχουν εξίσου μεγάλη σημασία με το να βρει λίγη μπίρα ή ακόμα καλύτερα βότκα. Μια ιστορία για την εποχή που η κυβέρνηση Θάτσερ, εξόντωσε την βιομηχανία, δημιουργώντας μια νέα βιομηχανία αυτή των επιδομάτων, οδηγώντας την εργατική τάξη στην εξαθλίωση. Ο μικρός Σαγκι, παρακολουθεί την μητέρα του Άγκνες να αλλάζει συζύγους και αργότερα φίλους, έχοντας στο μυαλό της και μόνο μια δική της, προσωπική, ηθική ανωτερότητα. Ζώντας σε ένα κόσμο κακέκτυπο, ψευδεπίγραφο της πραγματικότητας. Δίχως σύζυγο, δίχως την πατρική εστία- καταφύγιο, η Άγκνες με τα τρία παιδιά της μετακινείται στην άκρη της Γλασκώβης σε μια περιοχή ανθρακωρύχων, ακολουθώντας τις υποσχέσεις του πλανευτή ταξιτζή συζύγου της.. Ο δεύτερος άνδρας της, ταξιτζής και φτηνός γόης του τιμονιού, την εγκαταλείπει. Ακολουθεί η κόρη της που προτιμά την μετανάστευση στην Ν.Αφρική με τον άνδρα της, παρά την μυρωδιά του αλκοόλ που η Άγκνες κρύβει σε κάθε πιθανή κρυψώνα στο σπίτι.

Οι δυο γιοί της, εκ διαμέτρου αντίθετοι προσπαθούν να βοηθήσουν την μητέρα τους. Ο Λυκ τελικά παίρνει τις αποφάσεις του και εγκαταλείπει το πλοίο που βυθίζεται. Ο Σάγκι μια μορφή τραγική και συνάμα ένα μίγμα οιδιπόδειου και σωτήρα παραμένει με την Άγκνες. Ζει μαζί της την εξαθλίωση των φτωχογειτονιών της Γλασκώβης. Μαθαίνουν τα κόλπα των ψεύτικων επιδομάτων που διαρκούν ως την Τρίτη και την επιβίωση με δανεικά και ενέχυρα ως την επόμενη Δευτέρα. Ο Σάγκι αν και ακόμη προ έφηβος αναλαμβάνει να συνεφέρει την Άγκνες που δίχως να το παραδέχεται, κυλά όλο και πιο βαθιά στον πάτο του μπουκαλιού. Η ομοφυλοφιλία του Σάγκι, η διαφορετικότητά του, όπως λένε σήμερα οι εναλλακτικοί, αρχίζει και τον διαμορφώνει. Ταυτόχρονα του δημιουργεί προβλήματα σε μια γειτονιά, που οι πατεράδες είναι άνεργοι, μεθυσμένοι ανθρακωρύχοι και οι γυναίκες μέγαιρες που ζουν με τα χρήματα των μετρητών του γκαζιού, της τηλεόρασης και ενίοτε εποχιακά επιδόματα. Ο Σάγκι αναγνωρίζει την διαφορετικότητα του, τις ευαισθησίες του και απομακρύνεται από τον σκληρό κόσμο που τον πληγώνει, γιατί δεν ξέρει άλλο τρόπο επικοινωνίας και συναλλαγής. Προσκολλάται στην μητέρα του, για την οποία γίνεται ο γιατρός, εξομολογητής και φροντιστής. Ένας εννιάχρονος που το βάρος των ευθυνών των ενηλίκων που κρύβοντας τους το ποτό, κάνει ακόμη πιο ευαίσθητη την ήδη τρυφερή φύση του και τον οδηγεί μια στάση μόνιμης διαφυγής από την πραγματικότητα.

Το βιβλίο παρουσιάζει την ιστορία της Άγκνες, ενός κακομαθημένου κοριτσιού, που ως μητέρα αποτυγχάνει συνεχώς και επαναλαμβάνόμενα. Τα παιδιά της ,την αγαπούν, αλλά δεν αντέχουν να την βλέπουν να οδηγείται στον πάτο του μπουκαλιού. Μόνο ο μικρός Σάγκι μένει ως το τέλος πιστός στο πλευρό της και ας γνωρίσει την άρνηση, το θυμό και την απόρριψη, τα αδικαιολόγητα όχι της, καθώς η Άγκνες χάνει τον εαυτό της μέσα στη σκουρόχρωμη μπύρα.

Μια οικογενειακή ιστορία, καυγάδων, απόγνωσης, άρνησης αλλά και ελπίδας. Οι νέοι άνδρες στη ζωή της Άγκνες, οι ελπίδες του Σάγκι. Ο ταξιτζής που ερωτεύεται και προσπαθεί να ξαναφτιάξει τη ζωή της, άθελα του θα την οδηγήσει στην επιστροφή στο αλκοόλ. Φίλος της, προστάτης και μοναχικός σύντροφος, θα μείνει ο μικρός Σάγκι. Γύρω τους η Γλασκώβη, των παριών, των χρόνια ανέργων, της σκληρότητάς, της παιδεραστίας, των έκφυλων που κυνηγάνε μικρά παιδιά και δίνουν τα πάντα για να ικανοποιηθούν με φρέσκια σάρκα. Ο Λυκ, με τα όνειρα του για τη Σχολή Καλών τεχνών να θάβονται κάτω από το βάρος τη διαλυμένης οικογένειας που πρέπει να υποστηρίξει, διστάζοντας να αφήσει την Άγκνες μόνη της. Ο Σάγκι που παίρνει μαθήματα ανδρισμού, αλλά αδυνατεί να αλλάξει τη φύση του. Τηλεοράσεις με κερματοδέκτες, το παγωτατζίδικο σαν συλλογική διασκέδαση της γειτονιάς. Η βία, το κουτσομπολιό και η άφεση στο έλεος του χρόνου και της φτώχειας, η Γλασκώβη των υποβαθμισμένων εργατικών προαστείων, ο πάντα απών πατέρας. Η οικογενειακή ιστορία της Άγκνες, ένα αφήγημα που την πνίγει σαν βρόγχος. Γύρω της οι γονείς της, οι σύζυγοι, φεύγουν κυριολεκτικά ή μεταφορικά. Αυτή δοκιμάζει να αλλάξει, αλλά παραμένει στο ίδιο καταστροφικό μοντέλο της κοκέτας που αναπολεί τις χαμένες ευκαιρίες. Η δεκαετία του 80 τελειώνει και μαζί της μια οικογενειακή ιστορία, που ξεχειλίζει αλκοόλ, πόνο, πίκρα αλλά και δύναμη και συμπόνοια . Η μάνα που αδυνατεί να προσφέρει στα παιδιά της, αλλά ακόμη και την τελευταία στιγμή, αποδεικνύει ότι μέσα στην ομίχλη του ποτού, το μητρικό ένστικτο, παραμένει ενεργό, δυνατό, ζωντανό, κάτω από την ντροπή της προσωπικής της αποτυχίας.

Το ‘Σάγκι Μπειν» είναι μία κατάβαση στην κόλαση της Άγκνες Μπέιν, τις ατέρμονες προσπάθειες του ευγενικού, μελαγχολικού και πραγματικά καταδικασμένου, να υποφέρει σε μια κοινωνία τρωγλοδυτών, Σάγκι και του ονειροπόλου Λυκ, που θυσιάζει το όνειρα του, πριν δεχτεί την διαγραφή του από τον οικογενειακό χάρτη. Μια ελεγεία στην αυτοκτονική κατάθλιψη, την λατρεία της εικόνας, την φτώχεια, την μιζέρια αλλά και το παράπονο, την περηφάνια και την απέλπιδα προσπάθεια να αλλάξουν τα πράγματα ακόμα και όταν ο κόμπος φτάνει στο χτένι. Το «Σάγκι Μπέιν» είναι μια μίξη του Trainspotting με το Billy Elliot, σε σκηνοθεσία όμως όχι Danny Boyle αλλά Κεν Λόουτς. Ρεαλισμός, πολιτική και κοινωνική τοποθέτηση, μέσα από ένα εντελώς απολίτικο βιβλίο. Είναι ένα βιβλίο που σε απογυμνώνει από την ελπίδα. Σου σκοτώνει τα όνειρα και τις στιγμές ελπίδας, βάζοντας σε να γίνεις ένα κουβάρι με τους Μπειν και ειδικότερα την Άγκνες και τον Σάγκι. Μια Γλασκώβη, πολύ πιο πραγματική από τα διάφορα 80σ αφιερώματα που διαβάζουμε. Ένα βιβλίο, για την φτώχεια, την διαφορετικότητα και πάνω από όλα την αξιοπρέπεια, που χάνεται όταν εμείς το αποφασίσουμε και καταφέρνει να ζει όπως τα λουλούδια στους βάλτους του Πίτχεντ, περιμένοντας τις πιο όμορφες ηλιόλουστες μέρες. Θλιβερό, στενάχωρο αλλά ταυτόχρονα ρεαλιστικό και γοητευτικό γιατί αποδίδει μια γνωστή κατάσταση με έναν τρόπο πολύ πιο όμορφο από την ωραιοποίηση των 80ς που προσπαθούν πολλοί. Η διαφορετικότητα ζει και εξελίσσεται σε ένα κόσμο που της αφήνει το χώρο που της αναλογεί. Ο κόσμος μέσα από τα μάτια ενός παιδιού, λίγο πριν εφηβεία, με μια αλκοολική μητέρα και την οικογένεια του στα όρια της ένδειας. Δεν προτείνεται αν θέλετε κάτι εύπεπτο και καλοκαιρινό

Song of the week-Lita Ford performs “Close My Eyes Forever” the day after Ozzy Osbourne’s death

  Lita Ford performs “Close My Eyes Forever” the day after Ozzy Osbourne’s death  From KK’s Steel Mill, Wolverhampton, July 23 2025 | Presen...