TREMENDOUS- "Slipping away"

 TREMENDOUS- "Slipping away"

 



 

This Birmingham origin modern rock act released their latest single "Slipping away"

They keep it simple and sweet, catchy and memorable.

A mid tempo song with guitars creating a wall of sound behind the distinctive, melodic and easily adorable vocals of ” Mark Dudzinski , one of their strongest assets.



Melanie Wallace: Το γαλάζιο άλογο που ονειρεύεται (Πόλις)

Melanie Wallace: Το γαλάζιο άλογο που ονειρεύεται (Πόλις)

 

 



Όσοι παρακολουθείτε συγγραφείς σαν τον Κόρμακ Μακ Κάρθυ, θα γνωρίζετε ότι υπάρχει μια συγγραφική αναβίωση του γουέστερν και ως λογοτεχνικού είδους, πέραν του κινηματογραφικού. Παρ’ όλα αυτά η δουλειά της Αμερικανίδας συγγραφέως Melanie Wallace, έχει να επιδείξει κάτι πρωτόγνωρο για τον χώρο. Αποστασιοποιημένη απ’ τον ρεαλισμό ηρωικό ή όχι των κατά βάση ανδρών συγγραφέων του είδους, μας μεταφέρει σε αυτό που θα χαρακτήριζα, συγκρατημένα αλλά όχι αβάσιμα, ως γοτθικό γουέστερν.

Σε μια ατμόσφαιρα παράδοσης στην μοίρα και το βέβαιο τέλος, ένα συνοριακό οχυρό λίγο μετά το τέλος του Εμφυλίου πολέμου, δέχεται για προστασία και επανένταξη στη Δυτική κοινωνία, δύο γυναίκες που έχουν απαχθεί και ζήσει με τους Ινδιάνους για σχεδόν μια τετραετία. Η μία θα θεωρήσει την απελευθέρωση της λύτρωση, η άλλη η Άμπιγκειλ Μπιούελ (ετοιμόγεννη κατά την έλευση της στο οχυρό), σαν αρχή της πραγματικής αιχμαλωσίας της. Παρών και ουσιαστικά κινητήρια δύναμη σε όσα δεν γίνονται, ο διοικητής του φρουρίου, συνταγματάρχης Κάτερ. Ένας άνθρωπος έρμαιο προσωπικών φαντασμάτων και ερωτημάτων, που βλέπει το απομονωμένο του φυλάκιο να εξαθλιώνεται από την έλλειψη προμηθειών, αδυνατεί να ισορροπήσει την δυναμική του ως διοικητή, με τα προσωπικά του φαντάσματα και τις επιταγές που συνεπάγεται η διοίκηση.

Η παρουσία της γυναίκας στο στρατόπεδο θα λειτουργήσει καταλυτικά, βυθίζοντας τον περισσότερο σε έναν κόσμο σχεδόν ναρκοληπτικό, με το στρατόπεδο να αποσυντίθεται μπροστά του, τα αποσπάσματα που βγαίνουν για τροφή και ξυλεία να μην επιστρέφουν και τον ίδιο να συνδέεται με την Άμπιγκειλ, σε μια σχέση λανθάνουσας παράνοιας και ερωτισμού ταυτόχρονα.

Η ίδια πρώην αιχμάλωτη, απομονωμένη από τους λευκούς, αναπολεί τη ζωή της και μας μεταφέρει στα πραγματικά ελεύθερα χρόνια της με τους ινδιάνους, ενώ πεισματικά αρνείται να μοιραστεί την ζωή της, με τον επίμονο δημοσιογράφο Γκάμπριελ, που θα έρθει στο οχυρό ψάχνοντας απεγνωσμένα την είδηση που θα τον κάνει διάσημο (πρόδρομο της μοντέρνας σκανδαλοθηρικής-πτωματολάγνας δημοσιογραφίας).

Στο χρόνο της αποσύνθεσης, θα γνωρίσουμε τον εσωτερικό κόσμο του συνταγματάρχη που ταλαντεύεται μεταξύ του στρατιωτικού καθήκοντος και των ερωτημάτων του, για την διαμάχη του καλού με το κακό και την ύπαρξη της μεταθανάτιας ζωής, στην οποία έχει οδηγήσει ο ίδιος αρκετούς στρατιώτες με τις διαταγές του. Στον αντίποδα θα γνωρίσουμε την ζωή της Άμπιγκειλ, τυραννισμένη από τις κακοποιήσεις και την ανισότητα , λόγω του φύλου της, που την οδηγεί να αναγνωρίσει στην «πρωτόγονη» κοινωνία των Ινδιάνων στοιχεία, που η «προηγμένη» Δυτική κοινωνία, αδυνατούσε να τις προσφέρει.

Η Melanie Wallace μας καθηλώνει με μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα σήψης, αποδόμησης, διάλυσης, στην οποία ο Κάτερ είναι απλώς επιβλέπων. Μαζί με τον ψυχικό του κόσμο, αποδομείται και ο στρατός, το τελευταίο οργανωμένο στοιχείο μίας κοινωνίας, που μόλις έχει βγει από έναν εμφύλιο πόλεμο. Το έργο της Wallace είναι εμποτισμένο με έναν τρόμο, προέλευσης Έντγκαρ Άλαν Πόε. Το κακό καιροφυλακτεί σε μηνύματα, σκιές, σημάδια. Η βία είναι υπόγεια, υποχθόνια, δεν εκφράζεται άμεσα, αλλά τις μικρές ώρες, αγκαλιά με το σκοτάδι και την ομίχλη, που δυναστεύει, έστω και με τη μορφή αμμοθύελλας την ζωή και το μυαλό των κατοίκων του οχυρού 2881. Η κατάσταση μυρίζει επερχόμενο κανιβαλισμό, τα μουλάρια γίνονται βορά στην όρεξη των ταλαίπωρων στρατιωτών. Το νεκρό παιδί της Λευκής Ινδιάνας, βορά των όρνεων μετά τον θάνατο του, αφού ως μωρό η ίδια αδυνατεί να το θηλάσει, όντας παραδομένη στην άρνηση της επερχόμενης «πολιτισμένης» ζωή της. Τα ζοφερά χρώματα της ζωής στο στρατόπεδο, αποκτούν λάμψη και ανοικτό χρώμα από τους δύο μοναδικούς ανθρώπους που έχουν λόγο να συνεχίζουν, τον μαύρο πεταλωτή/στρατιώτη Κόουλ και την πλύστρα Μαρία. Η νοσηρή ατμόσφαιρα, μέσα από ατελείωτες αναδρομές από τον ίδιο τον Συνταγματάρχη, που αναπολεί τα γεγονότα, έχοντας πια φύγει μακριά, μας καθηλώνει σαν μια ξέφρενη πορεία του πλοίου προς τα βράχια και την τελική σύγκρουση.

Ο ρατσισμός όπως εκφράστηκε, εκεί στα χρόνια μετά τον Αμερικάνικο εμφύλιο, σε όλα τα επίπεδα, προς τους μαύρους, τις γυναίκες, τους Ινδιάνους, τους σκεπτόμενους ανθρώπους, διαποτίζει την δουλειά της Wallace. Δεν είναι ένα απλό μυθιστόρημά για τη ζωή στα ακριτικά φυλάκια των ΗΠΑ. Είναι μια δριμεία κριτική για τη ζωή των γυναικών και των έγχρωμων στην Αμερικάνικη κοινωνία του 19ου αιώνα, για την εξόντωση των ιθαγενών, για τον λευκό διαφωτισμό των όπλων και τον ρατσισμό των ΗΠΑ επί κάθε «κατώτερης» φυλής.

Η μαγεία του βιβλίου, είναι ότι όπως και στα έργα του Πόε, ο θάνατος είναι μια λύτρωση και μια ελπίδα, η Αμπιγκείλ Μπιούελ, μετακινείται σε ένα κόσμο πιο δίκαιο, ο Κάτερ, ξεκαθαρίζει τους λογαριασμούς του με τη ταραγμένη πραγματικότητα και επιστρέφει να συναντήσει την γυναίκα, του, την συνοδό του χρόνια τώρα μέσα από επιστολές που της γράφει, δίχως απάντηση, γιατί είναι από χρόνια νεκρή. Ο Γκάμπριελ, ο επιτυχημένος δημοσιογράφος, σαν γνήσιο τέκνο της δημοσιογραφίας του 20 ου αιώνα, παραμένει αλώβητος από την ανθρωπινή πλευρά των πραγμάτων, γιατί απλά δεν εξυπηρετεί τον προσχεδιασμένο τρόπο ανάγνωσης των πραγμάτων, που του επιβάλλει το σύστημα που τόσο πιστά υπηρετεί.

Το «Το γαλάζιο άλογο που ονειρεύεται» είναι μια ελεγεία στον τρόπο ζωής των ιθαγενών της Αμερικής που χάθηκαν. Τρόπο σκληρό, αλλά προσαρμοσμένο σε μια κοινωνία, που ζούσε από τη γη, για τη γη. Είναι ακόμα ένα δριμύ κατηγορώ, για τις αναπτυσσόμενες ΗΠΑ και τον ρατσισμό σε κάθε μορφή προς τους αδύναμους, είτε λέγονται μαύροι είτε γυναίκες, είτε Ινδιάνοι, που θα χρειαστεί σχεδόν έναν αιώνα ακόμα και δύο παγκόσμιους πολέμους, για να αλλάξει. Πάνω από όλα όμως είναι ένα γράμμα απόγνωσης, από έναν άνθρωπο που παραδίνεται στη δίνη των γεγονότων, καθώς δεν μπορεί να ισορροπήσει τις προσωπικές του αγωνίες και αναζητήσεις. Ο Κάτερ, είναι ο καθένας μας, σε συνθήκες μεγάλης πίεσης, όταν ότι του μένει για να τον συνδέσει με το «ευτυχισμένο» παρελθόν είναι στιγμές και αναμνήσεις, που δεν έχουν πια απήχηση στον κόσμο και τις πραγματικές συνθήκες που βιώνουμε.

Σκοτεινό, γοτθικό, πικρό, αλλά όχι πικρόχολο, αυτό το μοντέρνο γουέστερν της Melanie Wallace είναι στην πραγματικότητα, μια διεισδυτική ματιά σε μια κοινωνία, που θέλει να αλλάξει, χωρίς ουσιαστικά να αποδέχεται το διαφορετικό. Μια μικρή, ευαίσθητη, λεπτομερής καταγραφή των αδιέξοδων των Δυτικών κοινωνιών στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν ο τεχνολογικός πολιτισμός, θα μπορούσε αλλά δεν κατάφερε να απελευθερώσει ψυχικά, τον άνθρωπο από τις προκαταλήψεις του για τα φύλα και τις φυλές.

Ένα βιβλίο, αποπνικτικό, γιατί είναι αληθινό. Σκληρό, αιχμηρό, αλλά μαγευτικό, μέσα στην όξινη γεύση της παράδοσης στην άρνηση και την τρέλα, της Μπιούελ για να αποφύγουν οι κεντρικοί ήρωες, αυτό που οι υπόλοιποι, ονομάζουν οργανωμένη κοινωνία. Μια κατάθεση ψυχής, για όσους τολμούν να διεκδικούν με τον τρόπο τους το δικαίωμα στη ζωή και την διαφορετικότητα.

Moby- Porcelain: Μια αυτοβιογραφία (Ροπή)

 

Moby- Porcelain: Μια αυτοβιογραφία (Ροπή)

Οι μουσικές βιογραφίες ενίοτε κουράζουν, γιατί επικεντρώνονται σε εποχές που πιθανώς ελάχιστα ενδιαφέρουν τον φίλο/οπαδό του μουσικού. Ο γνωστός μουσικός ηλεκτρονικής αλλά και πανκ ροκ μουσικής, Moby επικεντρώνεται σε δύο σημαντικές εποχές της ζωής του.

Στην πρώτη περιγράφεται η άνοδος και καθιέρωση του ως μουσικού της ηλεκτρονικής σκηνής . Στην δεύτερη, επικεντρώνεται στην εποχή που αναζητά πλέον την λατρεία του αλκοόλ και ταυτόχρονα πειραματίζεται με την ροκ, ενώ νιώθει να απομακρύνεται από την κλασική σκηνή της techno/rave και της ηλεκτρονικής μουσικής.

 


 

Το βιβλίο είναι στην ουσία η περιγραφή της προσπάθειας ενός μουσικού, με ιδιαιτερότητες, όντας ο ίδιος χριστιανός και vegan να γνωρίσει την αποδοχή και την καταξίωση, διατηρώντας την προσωπική του ισορροπία. Γεννημένος και μεγαλωμένος από μάνα, πρώην χίπισσα , σε ένα περιβάλλον φτώχιας, ανακαλύπτει την αγάπη για την μουσική μέσα από το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου και σχήματα όπως οι BOSTON, RUSH, JOURNEY, Donna Summer. « Ό,τι παίζει το ραδιόφωνο πρέπει να είναι καλό», λέει και ξεκινά μια σαγηνευτική αφήγηση. Από τις προσπάθειες να δώσεις τις πρώτες κασέτες του σε εταιρίες και ταυτόχρονα να καθιερωθεί ως dj στο κύκλωμα των κλαμπ της Ν. Υόρκης, μέχρι τις εποχές που πλέον γεμίζει κλαμπ και περιοδεύει σε φεστιβάλ. Η πορεία ξεκινά από τις πρώτες ηχογραφήσεις του σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο που μένει και ηχογραφεί. Περιγράφει με πολύ ρεαλιστικό τρόπο, τις πρώτες μέρες του ως ανυπόγραφος καλλιτέχνης. Η αποδοχή του αρχικά, ως dj και η περιγραφή της σκηνής των dance/rave κλαμπ της Ν. Υόρκης είναι γλαφυρή και εστιάζει τόσο στο μουσικό μέρος, όσο και στα μεγάλα ονόματα της σκηνής αλλά και τις διαφορετικές φυλές της νύχτας που κατέκλυζαν τα ανάλογα κλαμπ (drag queen, gay,goth).

Η χαρά του όταν γίνεται αποδεκτός ως dj, με ενημέρωση από μήνυμα στον τηλεφωνητή του, για την πρόταση για δουλειά, αλλά και η πρώτη πρόταση γα δισκογραφικό συμβόλαιο είναι τόσο ζωντανά και έντονα, που νιώθεις να συμμετέχεις και εσύ ο αναγνώστης με τα ίδια δάκρυα ευγνωμοσύνης, που πλημμυρίζουν τα μάτια του Moby. Όμως δεν είναι μόνο το μουσικό κομμάτι και η δημιουργική πορεία του Moby από την μικρή εταιρία που ηχογραφούσε στο σαλόνι του ιδιοκτήτη, στο πρώτο του συμβόλαιο μέχρι την συνεργασία του με παραγωγούς που του «δείχνουν» τι σημαίνει πετυχαίνω ήχο. Η προσωπική του ζωή, από τον νεαρό μέθυσο πανκ ροκερ των φτωχών προαστίων της Ν.Υόρκης στον επιτυχημένο dj με την vegan συμπεριφορά, κρατά τον αναγνώστη προσηλωμένο στο κομμάτι της ζωής του που μέχρι τώρα δεν προέβαλε. Ένας άνθρωπος με έντονες αντιθέσεις χαρακτήρα και συμπεριφοράς, προσπαθεί να τηρήσει τις ισορροπίες σε ένα κόσμο που κυριαρχούν τα ναρκωτικά και το αλκοόλ αλλά και το ελεύθερο σεξ. Οι ενοχές του ακόμη και όταν κάνει σεξ με την Χριστιανή σύντροφο του στα πρώτα του χρόνια ως μουσικός/dj, προκαλούν το ενδιαφέρον για τις εσωτερικές συγκρούσεις του και τις ηθικές αναστολές του.
Όσο ο καιρός περνά και η αποδοχή και η επιτυχία αυξάνεται, τόσο αυξάνουν και οι προσωπικές εντάσεις και ανακολουθίες κύρια για την αποχή από το αλκοόλ και την χριστιανική ηθική. Η vegan συμπεριφορά παραμένει σε πείσμα των αντιξοοτήτων.
Ο Moby των υποβαθμισμένων προαστίων, ταξιδεύει στην Ευρώπη. Λονδίνο, Βερολίνο, παίζει πλέον σε φεστιβάλ τύπου Γκλάνστονμπερι και αλλάζει ερωτικές συντρόφους, διατηρώντας την ερωτική αφέλεια ενός παιδιού του κατηχητικού. Έρμαιο μάνατζερ και εταιριών, διατηρεί έναν χαρακτήρα, καθαρό όσο και η vegan ταυτότητα του. Μαζί με τον Moby και τις techno επιτυχίες αλλάζει και η ίδια η σκηνή αναζητώντας πιο σκληρούς και σκοτεινούς ήχους, πράγμα που τον οδηγεί στην αποξένωση με αυτήν. Ο ίδιος έρχεται σε επαφή με καλλιτέχνες σαν τον Jeff Buckley, όπου σε ένα σκηνικό απείρου κάλους, αναρωτιέται αργότερα αν είναι ο γιος του Τιμ που τόσο αγαπά. Η «αφέλεια» του και ο περιορισμός του στον κόσμο της techno σκηνής σε μερικά σημεία θυμίζει την Αμερικάνικη οπτική για τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά η vegan απλότητα του είναι αφοπλιστική και αξιολάτρευτη. Αλλαγές σπιτιών, συγκατοίκηση με μισότρελους, η Ν.Υόρκη των 90ς με την ακατάσχετη χρήση ναρκωτικών αλλά και τα ατέλειωτα πάρτι σε κλαμπ, αποθήκες, λιβάδια,, ζωντανεύουν με γλώσσα απλή και λιτή.

Στο δεύτερο μέρος, τα χρόνια της εγκράτειας αποτελούν παρελθόν. Μαζί με τον αλκοολισμό έρχονται τα προβλήματα με τις δισκογραφικές. Η επιτυχία αλλά και το “Animal rights” που θα είναι για τον Moby αγαπημένο σαν προσπάθεια και επιστροφή στις ροκ ρίζες της εφηβείας του, αλλά εμπορική αποτυχία, θα αποτελέσουν το κύριο τμήμα του δεύτερου μέρους του βιβλίου. Ένας πιο ώριμος και συνειδητοποιημένος Μοby με ανησυχίες για την καλλιτεχνική του πορεία αλλά και πεπεισμένος ότι αξίζει να ζήσει την ζωή του με τα δικά του μέτρα και σταθμά. Η ζωή στον δρόμο, η αλλαγή της φυσιογνωμίας των κλαμπ, ο φόβος οτι έχει ξεπεραστεί μουσικά αλλά και η πίστη του στην ανάγκη για τον δικό του ήχο, είναι παρόντα στο δεύτερο πιο «σκοτεινό» μέρος του βιβλίου. Τα ναρκωτικά έχουν το τίμημα τους σε φίλους και γνωστούς. Η μουσική αλλάζει, ο Moby κινείται ανάμεσα στην φθορά του αλκοόλ και την αφθαρσία των επιτυχιών του από το παρελθόν. Η Αθήνα παρουσιάζεται σαν η μοναδική επιτυχημένη συναυλία μιας περιοδείας που στο εξωτερικό αποτελεί την ταφόπετρα της μουσικής του καριέρας, αλλά η επόμενη στάση στην Βουλγαρία είναι ένα ακόμα μνημείο Βαλκανικής κουτοπονηριάς και «εμπορικού» πνεύματος, με επίδοξες Μις Βουλγαρία και Νονούς της νύχτας που έχουν και τον ρόλο διοργανωτή συναυλιών .

Η δυναμική του καλλιτέχνη ανθρώπου, επηρεάζεται από γεγονότα όπως ο θάνατος της μητέρας του από καρκίνο του πνεύμονα. Η περιγραφή, λιτή, συγκλονιστική, μέσα από τα μάτια του ανθρώπου που αντικρίζει το φάσμα της μοναξιάς. Δίχως μελοδραματισμούς αλλά με πολύ συναίσθημα και ένταση, μας καθοδηγεί στην πορεία του για λύτρωση και κλάμα, μέσα από μια σειρά προσπαθειών να μην ισοπεδωθεί από την οδύνη, σε έναν αδιάφορο κόσμο που η κύρια παρηγοριά του είναι μια συγκυριακή συνεύρεση με την πρώην φίλη του, στο διαμέρισμα του νυν ναρκομανή φίλου της. Ο κόσμος του Moby είναι γεμάτος low budget συνθέσεις χορευτικής μουσικής, μουσικής ιδιοφυΐας και από ένα αγόρι που ονειρεύεται να βρει τον σύντροφο της ζωής του και απογοητεύεται συνεχόμενα και σε πολλαπλά επίπεδα. Η αδελφή ψυχή δεν θα έρθει ούτε μέσα από την πανκ ροκ βιολόγο Σάρα, ούτε μέσα από τις εφήμερες σχέσεις των περιοδειών, μέχρι να βρεθεί εν μέρει σε μια πρώην επαγγελματία της νυχτερινής διασκέδασης. Οι προσωπικές του σχέσεις, ξετυλίγονται σαν νήμα από πολύχρωμο μάλλινο πουλόβερ, φρικιού των 70ς, με τα χρώματα άλλοτε εκτυφλωτικά και άλλοτε θαμπά, τριμμένα σαν τις συντρόφους του, με τις ζωές παραδομένες σε ναρκωτικά, πληρωμένο σεξ ή μοναξιά, που τις κατατρώει όπως και τον ίδιο τον Moby σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου.

Το βιβλίο τελειώνει με την επιστροφή του με το “porcelain”, την δική του εκδοχή των μπλουζ, μέσα από τη επιμειξία τους με την χορευτική μουσική. Στο πέρασμα των 425 σελίδων του, έχουμε παρακολουθήσει την Νεοϋορκέζικη σκηνή των κλαμπ και της χορευτικής μουσικής ,μέσα από τα μάτια ενός vegan, punk rocker που η εσωστρέφεια του λύνεται με το αλκοόλ και η καλλιτεχνική του φλέβα βρίσκει την έκφραση της όταν κάνει χαρούμενο τον κόσμο με την μουσική του. Έχουμε δει τον Moby να γνωρίζει την Μαντόνα, τον Bowie, την Nina Hagen, τον Flea και να παραμένει το ντροπαλό αγόρι των προαστίων. Ο dj Moby είναι παιδί των 90ς, το απόλυτο απομεινάρι, μιας εποχής rave πάρτι, μέχρι το ξημέρωμα, χαμόγελων με πολλά ναρκωτικά, μιας κουλτούρας, που χάθηκε στα ανοικτά λιβάδια των πάρτι, των 90ς με τον ίδιο ιδεαλιστή να δημιουργεί μουσική για να κάνει τον κόσμο να χορεύει χαρούμενος. Είναι ένας μοναχικός άνθρωπος σε αναζήτηση της αδελφής ψυχής, που εκφράζει την ανάγκη του για ολοκλήρωση μέσα από την σύντροφο του, με χαρούμενους ύμνους ηλεκτρονικής μουσικής

Η βιογραφία βοηθιέται πολύ από την στρωτή , δίχως ιδιαίτερα λάθη στη μετάφραση (μόνο η παραμονή της λέξης cover στη θέση της λέξης διασκευής ξενίζει) αλλά και την απλή γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Moby, Αξίζει να διαβαστεί από όσους αγαπάνε την μουσική, και βρίσκουν την πληρότητα τους, μέσα από αυτή, ασχέτως αν αγαπάνε την χορευτική μουσική των 90ς. Ένα ντοκουμέντο ενός μουσικού και μιας εποχής, που ζει για την μουσική και τις αρχές του, σε μια «άγρια» εποχή.

Ignatius Letterman: Λογοτεχνική Αστυνομία. Η Πόλη των Βιβλίων (Oasis)

 

Ignatius Letterman: Λογοτεχνική Αστυνομία. Η Πόλη των Βιβλίων (Oasis)

 

 Φίλος της επιστημονικής φαντασίας, έχω εντρυφήσει σε αρκετές από τις υποκατηγορίες της, με αγαπημένο μου κίνημα αυτό του cyber punk. Στην «Πόλη των βιβλίων», συναντάμε μια πολύ ενδιαφέρουσα μίξη Blade Runner και αστυνομικού μυθιστορήματος, φιλολογικού ενδιαφέροντος και κατεύθυνσης. 

 


Σε ένα κοντινό μέλλον, η ανάγνωση του βιβλίου, παύει να είναι μια απλή προσωπική υπόθεση, δημιουργώντας ψευδαισθήσεις στον αναγνώστη, που ανάλογα με το είδος του βιβλίου, υλοποιούνται μέσα από μια ψυχοτρόπα διαδικασία. Τα βιβλία χαμηλής ποιότητας, οδηγούνε μέσα από τις παρενέργειες του «κακού» κειμένου έως και τον θάνατο. Στην πόλη των βιβλίων, κάπου έξω από τη Νέα Υόρκη, μια παράλληλη Μέκκα της Ανάγνωσης, οι καλοί συγγραφείς χαίρουν της δόξας των σημερινών rock star, οι κακοί του φόβου ως κακοποιοί του κοινού ποινικού δικαίου. Η πόλη δημιουργήθηκε, σαν απάντηση σε έναν πνευματικό μεσαίωνα που το βιβλίο κυνηγήθηκε με το μίσος που η Ιερά Εξέταση κυνήγησε και έκαψε τους «αιρετικούς». Σε αυτή τη νέα πόλη σπίτια και δημόσιοι χώροι έχουν δημιουργηθεί με βάση την αγάπη στο βιβλίο, πχ σπίτι τύπου Θερβάντες. Σε κάθε Παράδεισο υπάρχει η εξισορρόπηση με την κόλαση, το δίπολο καλού-κακού δεν λείπει ούτε εδώ, με τους κακούς συγγραφείς να αποτελούν τον πόλο του «κακού».

Ρυθμιστές και κυνηγοί των κακών συγγραφέων η Λογοτεχνική αστυνομία και εξέχων στέλεχος της ο «χαρισματικός» Ignatius Letterman. Το βιβλίο αποτελεί τα απομνημονεύματα του, τις αναμνήσεις του από μια πολυετή, παραγωγική υπηρεσία Η τάση του Letterman να ισορροπεί την κατάσταση με τους προβληματικούς συγγραφείς, τον έχει οδηγήσει σε μεθόδους που ουσιαστικά αποτελούν αυτοδικία αλλά και στην απόκτηση μιας φήμης ανάμεσα στον μικρόκοσμο της πόλης του βιβλίου.

Από εκεί και πέρα, ο ίδιος βρίσκεται σε έναν θανάσιμο αγώνα ζωής και θανάτου, με έναν εγκληματία που χρησιμοποιεί την πνευματική ενέργεια της ανάγνωσης για να εξολοθρεύσει την ανθρωπότητα, στην συγκεκριμένη περίπτωση την πόλη των βιβλίων, την ευγενέστερη μορφή αστικής συνύπαρξης. Σε αυτό το φουτουριστικό περιβάλλον, γνωρίζουμε τη δράση του Letterman, μέσα από ιστορίες που παρουσιάζουν ένα μέλλον δελεαστικό για τους φιλαναγνώστες καθώς χρησιμοποιεί κλασικούς τίτλους της λογοτεχνίας για να δημιουργήσει ιστορίες «πνευματικών» εγκλημάτων. Το χτίσιμο της προσωπικότητας του επιτυχημένου Dirty Harry των κακών συγγραφέων γίνεται τμηματικά, μέσα από μικρές απολαυστικές βιβλιοφιλικές ιστορίες. Όταν πλέον εμφανίζεται ο πραγματικός κακός και έρχεται η ώρα της σύγκρουσης, το φουτουριστικό περιβάλλον του Blade Runner συναντά τον κόσμο του G. Masterton, σε μια ζοφερή σύγκρουση δύο κόσμων, δύο ιδεολογιών, που το καλό και το κακό έχουν μόνο γκρίζο χρώμα.

Σε μια δουλειά ασυνήθιστη για τα Ελληνικά δεδομένα, η αστυνομική λογοτεχνία, με φουτουριστικό περίβλημα, συναντά τη λογοτεχνία τρόμου, σε ένα τελικό προϊόν καλοδουλεμένο και εθιστικό για τον αναγνώστη. Από τις λίγες φορές που ένα «βιβλιοφιλικό» βιβλίο ξεπερνά τα δεσμά της πραγματικότητας και προσφέρει πολλαπλές οδούς ανάγνωσης και απόλαυσης στον αναγνώστη. Μια rock όπερα, με κάθε τμήμα της αυτόνομο και το επικό φινάλε, δυνατό σε εντάσεις, χρώματα και ήχους, να λειτουργεί σαν συγκερασμός αλλά και αυξητικά των επί μέρους τμημάτων του συνόλου.

DEAP VALLY-"Marriage"

 

DEAP VALLY-"Marriage"


 
Who said Grunge is dead? Garage ,grunge punk rocking duo DEAP VALLY gives something more than half hour of distorted angst ,polarized with the world no barriers rock n roll written all over it. In your face, dirty, distorted with vocal harmonies from the Hammer Horror film school "Marriage" is an album where NIRVANA meet WHITE STRIPES meet Alice Cooper meet Iggy Pop and the result is not for the faint hearted. Slow, rhythmic, groovy, metallic, comes from the swamps of the garage 60s and wings at the early Grunge years aiming to the mojo. 

 
 
The album is product of experimentation and collaborations as they invite in collaborators such as KT Tunstall, Peaches, Jennie Vee and jennylee, as well as a range of producers including Allen Salmon, Josiah Mazzaschi and Harvey Mason Jr. The LA duo stretches their limits and produce a modern garage rock album, groovy and hypnotic for the 00 generation who live on their cell phone screens, short and immediate,direct and immense.

7,5

NASHVILLE PUSSY-"Eaten alive"

 

NASHVILLE PUSSY-"Eaten alive"


 
When we talk about bastard children in rock n roll mythology, NS are among the most successful among them. Often described as the bastard son of AC/DC and MOTORHEAD they have a few line up changes but the spirits remain high and stuck to the original dream, of dirty, distorted, sweaty, drunk and sexy rock n roll. The core duo and couple delivers with the help of a dazzling live album that ooze sweat, beer and cheap cigars. From the opener "Kicked in the teeth '' an AC/DC cover to their own minor or major hits , NP are what they are: an honest heavy rock band that plays fast, loud and dirty. If you haven't heard them till now, this will be a great introduction to an honest, wrecking ball rock n roll band.
 

 
 If you have seen them on stage as I had the luck, you'll just love the sheer power of this live album. In your face, screaming, tight as a Nashville pussy,sexy as a Nashville pussy and most and above all,politically incorrect, aggravating, provoking rock n roll as it used to be and NS still are. Twelve bars distorted high on speed and totally drunk rock n roll for those about to rock.
 
 
7

The war on drugs-"I don't live here anymore"

 

The war on drugs-"I don't live here anymore"



Tom Petty meets Fleetwood Mac meets BOC (Spectres era) and a great middle of the road  rock album is born. At songs like "Victim" you feel the dancing heat melting the rock stereotypes to create a song smooth and addicting as blood for vampires. The war on drugs is giving a great modern rock album that carries the MOR spirit of Tom Petty , his rock muscle combined with the more FM approach of Fleetwood Mac. I wish only for Stevie Nicks to have a chance to participate in this album. Mellow, rhythmic, dreamy, spacey and above all overflowing with melody and musicality, medicine for tired ears and lost souls.


7,5
 

 

Song of the week-Lita Ford performs “Close My Eyes Forever” the day after Ozzy Osbourne’s death

  Lita Ford performs “Close My Eyes Forever” the day after Ozzy Osbourne’s death  From KK’s Steel Mill, Wolverhampton, July 23 2025 | Presen...