A musician who cant stand still, after the defunct WINERY DOGS (now Portnoy is gone-the future ain't bright for the power trio), Kotzen releases another solo album. For those of us who are following his solo career besides MR. BIG, POISON, Smith/Kotzen project, WINERY DOGS ,VERTU, we know his love for funk,soul and that in my humble opinion, Kotzen is the closest thing to the lost brother of Tommy Bolin. What I love about Kotzen is that he keeps his album short and sweet, although he has the abilities and the history to overindulge in almost any possible musical genre he picks to show off.
The opening track "Cheap shots" is an in your face hard rocking tune, bringing in mind his latest band. But after that the groove grows on the funk/hard rock "These Doors' a song that would make Glenn Hughes proud for the influence he has on younger musicians. Kotzen is never satisfied with been pigeonholed and he chooses 'Nomad" to bring his more alternative rock influences at the forefront, aslow ,groovy rocker, the same goes for "Escape", while oat :On the table' he puts the pedal to the medal to an explosive groovy Hard rock song in the vein of DEEP PURPLE "Stormbringer" era. But when you think this powerhouse has proven how good a singer (a mix between Hughes and Coverdale), guitarist and songwriter is, comes the acoustic "This is a test", a love song in the vein of MR.BIG,EXTREME, simple but not simplistic. For me the piece de resistance is kept for the end, a beautiful song named "Nihilist" where he lets his fusion, jazz self free(it is not an instrumental) with some great fusion guitar work and all in less than 5 min, keep it short,sweet and addictive.
If there was justice in this world , Kotzen would be at the level of Kravitz, but it is not and at Greece, we feel happy he had the chance to see him on stage, no pyrotechnics, nothing more than a power trio that delivers, groovy funk,soul,rock ,fusion turns depending on his mood. Check this out, another gem on Kotzen's crown
THE QUIREBOYS or at least one of their recent incarnations are back after some amusing and on the same hand pitiful argument over the bands name and legacy between the original members. Spike, the voice, still gravy,soaked in whiskey, and his version that incluedesThunder guitarist Luke Morley,are coming of age, finding peace with the "other" QUIREBOYS and releasing a new album called "Wardour street". The others changed their name to BLACK EYED SONS and have a new album, "Cowboys In Pinstripe Suits", hitting the bins in January. But let's get back to business and let the gossip for BLABBERMOUTH.
Spike and his old mate Tyla of DOGS D'AMOUR were always on the drunk side of history, smiling at THE CASES,THE ROLLING STONES and whoever liked ,twelve bar ,boozed rock n roll. The QUIREBOYS 2024 are not an exception and Luke Morely helps their musical credibility. A tight ,rock n roll ,outfit that reminds a lot of their sophomore, classical album "A bit of what you fancy", like there was not a day since1990..From the groovy "Jeeze Louise" already a newborn set list standard, to the self explanatory "Raining Whiskey" (feat. Frankie Miller), the groove is back with a vengeance. "I think i got it wrong" is another foot stomper while "Happy" is a song that today with nte council culture and the Metoo , political correctness is a bold step to praise debauchery and irresponsibility and damned it works. "No Honour Amongst Thieves" drops the tempo a bit as it does the tear dropping "Ain't Over Now", but when the guitars are loaded you have the last two songs remind you that rock n roll is all about fun and having a good time in the best 60s tradition in "Like It or Not" and "Wardour Street".
Honky tonk, piano accompanied, whiskey soaked, guitar driven,twelve bar rock n roll, you asked for it and they deliver in spades
Χριστούγεννα 2024-Βιβλία και μουσικές επιλογές για τα δώρα που δεν θα σκεφτόσαστε ποτέ να κάνετε
Πιστοί στην παράδοση να παρουσιάζουμε/προτείνουμε βιβλία και μουσικές που μας τράβηξαν την προσοχή, δεν εκθειάζουμε, ούτε προτείνουμε ως αυθεντίες, αλλά απλά δίνουμε τροφή για σκέψη, για αγορές Χριστουγεννιάτικές ή και όχι. Απολαύστε ανεύθυνα, την πιο οικονομική διασκέδαση, βιβλία και μουσική.
"De mysteriis» - Χρυσόστομος Τσαπραΐλης (Αντίποδες)
Mυστικές λατρείες που αναβιώνουν, τελετουργικά που καλούν σκοτεινές θεότητες, επινοητές παραδόσεων που μπλέκονται στα δίχτυα των ίδιων τους των μύθων, χωριά που αρνούνται να αλλάξουν όνομα, κάμαρες δίχως πόρτες, γειτονιές με ιλιγγιώδη ρυμοτομία, κτίρια που κρύβουν μυστικά, ανύπαρκτοι δρόμοι, ανεπίδοτες επιστολές και στοιχειώματα οικοδομών. Ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης, στην τρίτη συλλογή διηγημάτων του, μετατοπίζει το πεδίο του τρόμου σε φανταστικά βαλκανικά τοπία και στις αθηναϊκές γειτονιές, επιστρατεύοντας τα εργαλεία του είδους για να ανοικειώσει το καθημερινό και να υπονομεύσει το συνηθισμένο. Ακόμα μια σκοτεινή ελεγεία, που βασίζεται στην πλούσια Ελλαδική παράδοση των μύθων και των δοξασιών, από έναν συγγραφέα μπολιασμένο με τη σκοτεινή ματιά του Λοβκραφτ, μεγαλωμένο με συριστικούς ήχους μεταλλικής κιθάρας και σάουντρακ ταινιών του Κάρπεντερ. Βυθιστείτε στην ανάγνωση του, με ανοιχτά τα παντζούρια και αναρωτηθείτε στο τέλος του βιβλίου, αν θα μπορέσετε να κοιμηθείτε, ειδικά αν είστε έξω από μεγάλα αστικά κέντρα
Το βιβλίο αυτό αποτελεί μια μοναδική και αξιομνημόνευτη εξιστόρηση της εμπειρίας της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Γραμμένο με αμεσότητα και γλαφυρότητα, χωρίς κανέναν σκοπό να εντυπωσιάσει (ο συγγραφέας δηλώνει εξαρχής ότι δεν είναι ήρωας), στις σελίδες του βλέπουμε την πείνα, τις κακουχίες, τα στρατηγικά λάθη, τις επίσημες ανακοινώσεις, την ατμόσφαιρα που επικρατούσε τότε, αλλά, κυρίως, το πώς ο ίδιος ο πρωταγωνιστής βίωσε εκείνη τη δραματική περίοδο, ως ένας απλός στρατιώτης που, παρά τα συναπαντήματά του με τον θάνατο, κατάφερε τελικά να σωθεί από τον εφιάλτη της καταστροφής και να επιστρέψει στην πατρίδα.
Το κείμενό του αποδίδει ανάγλυφα την ατμόσφαιρα των ημερών. Η αφήγησή του για τις μαρτυρικές μέρες της άτακτης υποχώρησης του ελληνικού στρατού από το Αφιόν Καραχισάρ κρατά ακόμα τη μυρωδιά από την καθημερινή επαφή με τον θάνατο, τις στερήσεις και τις ταλαιπωρίες. Με χαρακτηριστική αμεσότητα, η πένα του ξεδιπλώνει στο χαρτί τον φορτισμένο συναισθηματικό του κόσμο και συνθέτει τις μέρες και τις νύχτες αυτής της τρομερής περιόδου που παραμένει μέχρι σήμερα αναπόσπαστο κομμάτι του σύγχρονου ελληνικού πεπρωμένου. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Ο Κουσιόπουλος δεν είναι μάχιμος, δεν πρόλαβε να γίνει , έχοντας πολεμήσει σε Α ’ΠΠ και μετέπειτα αποτελώντας προσωπικό της Στρατιάς του Έβρου, βιώνει το πριν και το μετά της Μικρασιατικής εκστρατείας. Επιζώντας και διαφεύγοντας της μεγάλης υποχώρησης μετά την κατάρρευση του μετώπου, σου μεταδίδει το αίσθημά του τρόμου, της φυγής δίχως αύριο, της αιώνιας κούρασης δίχως ελπίδα για προστασία, του ληθαργικού ύπνου που σε αφήνει μόνο σε μια έρημη, ξένη χώρα, βορά στα αιμοδιψή ένστικτα Τούρκων χωρικών και Τσετών. Όπως λέει και ο ίδιος ο πόλεμος δεν είναι μάχες και ηρωισμοί, μόνο αγρυπνία, κακουχίες, έλλειψη τροφή και ελπίδα να επιζήσεις άλλη μια μέρα. Ένα βιβλίο ντοκουμέντο της μεγάλης άτακτης υποχώρησης, της φυγής μετά την ήττα στο Σαγγάριο και μια δραματική απεικόνισης της διάλυσης του Ελληνικού Στρατού, που από υπερήφανος νικητής, έγινε ένα τσούρμο που αναζητούσε Σωτηρία και έναν ηγέτη να δείξει το δρόμο. Αυτή είναι η αλήθεια της Μικρασιατικής καταστροφής, δίχως πολιτικολογίες και μεγάλα λίγα, από την πλευρά του στρατιώτη που η μόνη του ελπίδα έγινε η φυγή.
Ενδιαφέρον είναι και το κομμάτι για την επιστροφή του στην Ελλάδα , που σε μια χώρα κατεστραμμένη, βλέπουμε στον στρατό της αναδιοργάνωσης, ήδη να ξεκινάνε μίζες και διαφθορά. Αυτή η χώρα δεν θα μάθει ποτέ και δεν θα διορθωθεί ποτέ. Τουλάχιστον ας παραδειγματιστούμε από μαρτυρίες ανθρώπων όπως ο Κουσιόπουλος.
« Η τραγική ιστορία των Ελλήνων αιχμαλώτων στη Μικρά Ασία, 1919-1924»-Κανελλόπουλος, Νίκος , Τόμπρος, Νίκος Φ. (Μίνωας)
‘Αν έχετε συγγενή στρατιωτικό, αγόρι στην οικογένεια ή καταγωγή από τις ‘χαμένες» πατρίδες κάντε του δώρο αυτό το βιβλίο. Με βάση την διπλωματική εργασία μιας πανεπιστημιακού, πηγές από Ελληνικά αρχεία του Στρατού και του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού κ Διεθνούς Ε.Σ, καταθέσεις αιχμαλώτων που επέστρεψαν και Τουρκικές πηγές , το βιβλίο, μια ιστορική μελέτη στην ουσία, εκλαϊκευμένη ρίχνει φως στο μεγαλύτερο έγκλημα κατά αιχμαλώτων πολέμου του 20ου αιώνα, που ουδείς αναγνώρισε ή καταδίκασε. Την αισχρή αντιμετώπιση Των Ελλήνων αιχμαλώτων πολέμου από τους Τούρκους, μέχρι την ανταλλαγή και απελευθέρωση όσων επέζησαν.
35000-17000 , νούμερα που συμβολίζουν τον ανθό της Ελληνικής νεολαίας, που πολέμησε και ηττήθηκε αλλά αν και παραδόθηκε σε «πολιτισμένο» Έθνος (χάχα) ,τους συμπεριφέρθηκαν με τρόπο αντίστοιχο των Ιαπώνων στους Συμμάχους αιχμαλώτους στη Βιρμανία. Η στέρηση της τροφής, του νερού, οι πολύωρες πορείες θανάτου , η επί χρήμα σοι πώληση αιχμάλωτων σε Τούρκους ιδιώτες για να τους εκτελέσουν προς τέρψη της δίψας τους για αίμα και εκδίκηση , η στέρηση ρούχων, στέγης , η εγκατάλειψη στο κρύο και την πείνα ,παράλληλα με καταναγκαστική εργασία, συνθετουν το δράμα που η Επίσημη Ελλάδα αποσιώπησε.
Αρχεία από πηγές διαφορετικών εθνικοτήτων που παρουσιάζουν τις 17000 αγνοούμενων σαν μια ακόμα απώλεια που συγκλονίζει. Σε ένα βιβλίο που ξεκινά οριοθετώντας έννοιες κ όρους , όπως ανθρωπιστικό δίκαιο, αιχμάλωτος πολέμου, συγκρίνει με αντίστοιχες περιπτώσεις αιχμαλώτων στον ΑΠΠ, των Τούρκων και άλλων Εθνικοτήτων και καταλήγει στο συμπέρασμα της ντροπής. Ο εξανδραποδισμός και οι ι εκτελέσεις στρατιωτών και πολιτών ιδιαίτερα στην Μαγνησία, άγγιξε τα όρια της γενοκτονίας. Τη ίδια στιγμή ο Τούρκοι αιχμάλωτοι πάχαιναν στην Ελλάδα, ενώ ο Βενιζέλος τιμούσε μεταπολεμικά τον Κεμάλ.
Διαβάστε ένα έξοχο, γεμάτο στοιχεία βιβλίο, για μια γενοκτονία, που μεταπολεμικά, ελάχιστοι επιτράπηκε να αναφερθούν, για να μη χαλάσουν οι σχέσεις με τη γείτονα χώρα. Αποκαλυπτικό, δείχνει ότι οι αγνοούμενοι του 1974 στην Κύπρο, ήταν φυσική συνέπεια του τρόπου που ζουν και συμπεριφέρονται οι Τούρκοι. Με αδιαμφησβήτητα στοιχεία, ένα έργο που συμπληρώνει την ελλιπή Ελληνική ιστοριογραφία για την τύχη των άτυχων που παραδόθηκαν στις Τουρκικές ορδές το 22.
. «Bruce Springsteen– Born to run» - Μπρους Σπρίνγκστιν (Key Books)
«Το να γράφεις για τον εαυτό σου είναι μια βρομοδουλειά. Αλλά σε ένα έργο σαν κι αυτό, ο συγγραφέας έχει δώσει μια υπόσχεση – να μοιραστεί με τον αναγνώστη όσα έχει στο μυαλό του. Αυτό προσπάθησα να κάνω στις σελίδες που ακολουθούν». Bruce Springsteen, από τις σελίδες του Born to Run. Ο Bruce Springsteen αφοσιώθηκε για επτά χρόνια στη συγγραφή της ιστορίας της ζωής του και προσφέρει την ίδια ειλικρίνεια, το χιούμορ και την αυθεντικότητα που βρίσκει κανείς και στα τραγούδια του.
Περιγράφει πώς μεγάλωσε σε μια καθολική οικογένεια στο Freehold του New Jersey, μέσα στην ποίηση, τον κίνδυνο και το σκοτάδι που πυροδότησε τη φαντασία του μέχρι τη στιγμή που περιγράφει ως τη «Μεγάλη Έκρηξη»: όταν είδε την πρώτη εμφάνιση του Elvis Presley στην αμερικανική τηλεόραση. Αφηγείται γλαφυρά το πάθος που είχε να γίνει μουσικός, τα πρώτα του live στα μπαρ του Asbury Park και την άνοδο της E Street Band. Με αφοπλιστική ειλικρίνεια μοιράζεται για πρώτη φορά τις προσωπικές του μάχες που ενέπνευσαν τις καλύτερες δουλειές του και μας δείχνει γιατί το τραγούδι «Born to Run» αποκαλύπτει πολλά περισσότερα απ’ όσα νομίζαμε.
Το Born to Run θα είναι διαφωτιστικό για όποιον έχει απολαύσει τα τραγούδια του Bruce Springsteen. Είναι ένα βιβλίο για εργάτες και ονειροπόλους, για γονείς και παιδιά, για ερωτευμένους και μοναχικούς, για καλλιτέχνες, φρικιά ή για όποιον άλλο ήθελε να βουτήξει στα νερά του Ιορδάνη ποταμού της ροκ εν Ρολ. Ειλικρινές, αυθόρμητο και δίχως να φοβηθεί να τσαλακώσει τον πρωταγωνιστή του, είναι μια βιογραφία αντάξια του «Αφεντικού»
«Λέξεις χωρίς μουσική» Φίλιπ Γκλας (Ροπή)
Ο Φίλιπ Γκλας διαμόρφωσε, σχεδόν μόνος του, τον ήχο που κυριάρχησε στην κλασική μουσική στα τέλη του 20ού αιώνα. Ωστόσο, στην αυτοβιογραφία του Λέξεις χωρίς μουσική, δημιουργεί μια τελείως καινούργια και απρόσμενη φωνή. Είναι η φωνή ενός γεννημένου αφηγητή που διατυπώνει τις αναμνήσεις του με τέτοια γλαφυρότητα ώστε επιτρέπει στους αναγνώστες να βιώσουν στιγμές εκρηκτικής δημιουργίας, στιγμές στις οποίες η ζωή συγχωνεύτηκε με την τέχνη με τρόπο ασύλληπτα μαγικό.
Από τα παιδικά του χρόνια στη Βαλτιμόρη και τις σπουδές του στο Σικάγο και το Τζούλιαρντ, μέχρι το πρώτο ταξίδι του στο Παρίσι και τη γνωριμία του με την Ινδία, που σημάδεψε τη ζωή του, ο Γκλας συγκινεί με τις αναμνήσεις από τους πρώτους του μέντορες, ανασυνθέτοντας παράλληλα τις εμπειρίες μέσα από τις οποίες διαμορφώθηκε η δημιουργική του συνείδηση. Είτε περιγράφει τον καιρό που βιοποριζόταν από υδραυλικές εργασίες στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του ’70 είτε το διάστημα που έγραψε τη Σατιαγκράχα, ο Γκλας αξιοποιεί ένα νέο μέσο μετουσιώνοντας –σε λέξεις αυτή τη φορά–την έξαψη που προκαλεί η καλλιτεχνική δημιουργία. Στην αυτοβιογραφία «Λέξεις χωρίς μουσική» επιβεβαιώνεται ότι, πράγματι, η μουσική έχει τη δύναμη να αλλάξει τον κόσμο. Μια «μουσική» βιογραφία με την γνωστή ποιότητα των εκδόσεων «Ροπή», έργο αναγκαίο στο σύγχρονο μουσικόφιλο, που ενδιαφέρεται για την πηγή της έμπνευσης των μεγάλων συνθετών του 20ου κ 21ου αιώνα.
«Ο Ιταλός» - Αρτούρο Πέρεθ-Ρεβέρτε (Πατάκης)
«Τίποτα δεν προδίδει, τόσο καιρό μετά, η γυναίκα που εδώ και δύο χρόνια ζει μόνη της δίπλα στη θάλασσα, με έναν σκύλο και μερικά βιβλία. Τίποτε άλλο, αποφασίζει, δεν μπορεί να είναι η παρόρμηση, ή η επιθυμία, να παραμείνει για πάντα στην αγκαλιά αυτού του άντρα. Δεν ξέρει τι θα σκέφτεται σε λίγες ώρες, όταν το φως της μέρας θα καθαρίσει εντελώς το μυαλό της και θα φωτίσει πιο έντονα τη συνείδησή της. Το σίγουρο είναι ότι αυτή τη στιγμή, χωρίς καμία αμφιβολία, θα ήθελε να πεθάνει, αν πέθαινε εκείνος».
Ο Ιταλός αφηγείται μια συναρπαστική ιστορία βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, στο περιθώριο της Ιστορίας. Μεταξύ 1942 και 1943, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, Ιταλοί μάχιμοι δύτες βύθισαν ή προκάλεσαν ζημιές σε δεκατέσσερα συμμαχικά πλοία στο Γιβραλτάρ και στον κόλπο του Αλχεθίρας. Η εικοσιεπτάχρονη Ελένα Αρμπουές, ιδιοκτήτρια βιβλιοπωλείου στη μικρή πόλη Λα Λίνεα, βρίσκει ένα ξημέρωμα καθώς περπατάει στην παραλία έναν άνδρα αναίσθητο στην άμμο. Πρόκειται για έναν από αυτούς τους δύτες, τον Τεζέο Λομπάρντο. Σπεύδει να τον βοηθήσει, αγνοώντας ότι αυτή η αυθόρμητη απόφαση θα αλλάξει για πάντα τη ζωή της. Ο Ρεβέρτε σε μια επιτυχημένη μίξη, ιστορικού και ερωτικού μυθιστορήματος, ανασύρει ένα ξεχασμένο γεγονός και πλάθει γύρω του, μια ερωτική ιστορία, δίχως αύριο.
"Μικρή ιστορία των ιδεών: Από τον Χομπς στον Φουκουγιάμα» - David Runciman, (Πατάκης)
Η σχέση ανάμεσα σε κράτος και λαό είναι πάντα προβληματική. Κάποιοι τη θεωρούν μια σύμβαση που συνεπάγεται αξεπέραστα προβλήματα, τόσο εντός όσο και εκτός του πλαισίου ισχύος της. Τελικά ποιος εξουσιάζει ποιον;Ερωτήματα που οι απαντήσεις στην πορεία του χρόνου και της ισοτρίας λαμβάνυον διαφορετικε΄ς απαντήσεις, αλλά παραμένουν επίκαιρα.
Στο βιβλίο αυτό ο κορυφαίος Βρετανός πολιτικός επιστήμονας εξετάζει, μέσα από 12 έργα που σηματοδοτούν αντίστοιχους σταθμούς στην ιστορία των ιδεών από τον 17ο αιώνα ως τις μέρες μας, μια σειρά από φιλοσοφικές αντιλήψεις γύρω από τη σχέση ανάμεσα στους κυβερνώντες και στους κυβερνωμένους.
Στην αφετηρία βρίσκουμε τον Τόμας Χομπς, ο οποίος το 1651 στον Λεβιάθαν παρομοιάζει το κράτος με το ομώνυμο βιβλικό τέρας. Ο Ράνσιμαν παρουσιάζει διεξοδικά τις θέσεις, θετικές και αρνητικές, που διατύπωσαν αναφορικά με το κράτος οι θεωρητικοί του, από τη Γούλστονκραφτ έως τη ΜακKίννον και από τον Μαρξ έως τον Φουκουγιάμα, στους τέσσερις αιώνες που μεσολάβησαν από την έκδοση του Λεβιάθαν. Δείχνει πώς το συγκεκριμένο έργο επηρέασε κοσμογονικά γεγονότα, όπως η Αμερικανική Επανάσταση, ριζοσπαστικά κινήματα, όπως το δεύτερο ρεύμα του φεμινισμού, και μείζονος σημασίας κείμενα, όπως το Κομμουνιστικό μανιφέστο των Μαρξ και Ένγκελς, το Αυτόνομη Ινδία του Γκάντι και το Η δημοκρατία στην Αμερική του Αλεξίς ντε Τοκβίλ.
Αναλύοντας τις πιο σημαντικές ιδέες που διαμόρφωσαν την πολιτική σκέψη τα τελευταία 500 χρόνια, ο Ράνσιμαν δείχνει πώς οι κάθε λογής κρίσεις, επαναστάσεις και καταστροφές άνοιξαν νέους δρόμους στην πολιτική σκέψη. Και πώς μπορούμε εμείς σήμερα, ανατρέχοντας στην ιστορία των ιδεών, να κατανοήσουμε, όσο γίνεται, αν γίνεται, καλύτερα τον κόσμο που ζούμε.
«Η βιβλιοθήκη του Στάλιν» Geoffrey Roberts (Γκούτενμπεργκ)
Ο Geoffrey Roberts, σε αυτό το συναρπαστικό έργο, παρουσιάζει τα βιβλία που διάβασε ο Στάλιν, ο πιο πολυμαθής αυτοδίδακτος δικτάτορας του εικοστού αιώνα, διατρέχοντας με αυτόν τον τρόπο και ένα μεγάλο μέρος της ζωής του και της πολιτικής του. O Στάλιν πίστευε ακράδαντα ότι οι λέξεις μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο και παρέμεινε αχόρταγος βιβλιοφάγος και μετά την άνοδό του στην εξουσία. Μανιώδης αναγνώστης από νεαρή ηλικία, συγκέντρωσε μια εντυπωσιακά ευρεία προσωπική συλλογή χιλιάδων βιβλίων, πολλά εκ των οποίων σημείωνε, αποκαλύπτοντας έτσι ενδότερες σκέψεις, συναισθήματα και πεποιθήσεις του. Έχοντας διεξαγάγει εκτεταμένη έρευνα στα ρωσικά αρχεία, ο Roberts εξιστορεί τη δημιουργία, τον κατακερματισμό και την αναβίωση της προσωπικής βιβλιοθήκης του Στάλιν.
Λένε πως βλέποντας τη δισκοθήκη και τη βιβλιοθήκη ενός ανθρώπου, μαθαίνεις πολλά για τον χαρακτήρα του. Σε αυτό το βιβλίο γίνεται για πρώτη φορά μια εκτεταμένη ερευνά, μιας πλευράς του Στάλιν που λίγοι γνωρίζουν. Του βιβλιόφιλου, βιβλιοφάγου και πως αυτή η πλευρά διαμόρφωσε τον αδίστακτο ηγέτη της Σοβιετικής αυτοκρατορίας, επιβεβαιώνοντας το κλασικό ρητό, «Η γνώση είναι δύναμη»
«Aιχμάλωτοι στο Κόλντιτς» Ben Macintyre (Κλειδάριθμος)
Το διασημότερο στρατόπεδο αιχμαλώτων αξιωματικών των συμμάχων στον ΒΠΠ σε μια περιγραφή που στοιχεία της αγγίζουν τα όρια του παραλόγου, αλλά δυστυχώς είναι αληθινά.Στο Κόλντιτς, οι Γερμανοί επέλεξαν τον παλιό πύργο για να στεγάσουν τους πιο επιρρεπείς σε αποδράσεις, επικίνδυνους για την εικόνα του Ράιχ,, αιχμάλωτους συμμάχους αξιωματικούς. Αρχικά έγκλειστοι ήταν Πολωνοί, Γάλλοι και Βρετανοί. Μέχρι το τέλος του πολέμου, είχαν προστεθεί Αμερικανοί, Ολλανδοί, Βέλγοι, όλοι με ένα κοινό χαρακτηριστικό, την επιθυμία να αποδράσουν και να επιστρέψουν στην δράση.
Η αληθινή ιστορία του Κολντιτς, δεν είναι αυτή των αποδράσεων, που κάποιες αποτελούν απολαυστικό αφήγημα, κάποιες αποτέλεσμα σχεδιασμού και ευφυίας ,κάποιες άλλες αποτέλεσμα, επίμονής και τύχης. Η αληθινή ιστορία είναι αυτή της ταξικής διάκρισης, του φυλετικού διαχωρισμού, των εθνοτικών αντιπαλοτήτων ακόμη και σε κατάσταση αιχμαλωσίας. Οι Βρετανοί αξιωματικοί είχαν το δικαίωμα να έχουν ορντινάντσες, και το έκαναν πράξη σε σημείο εξοργιστικό. Με χωριστούς θαλάμους, φαγητό και «δικαιώματα», η ταξική εμπάθεια των Βρετανών αποφοίτων ιδιωτικών σχολείων και κολεγίων συνεχίστηκε και πίσω από τα συρματοπλέγματα των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Αποκορύφωμα, ο «ήρωας» πιλότος, δίχως πόδια Μπάντερ, που δεν επέτρεψε στην ορντινάντσα του Αλεξ Ρος , την απόδραση ή ανταλλαγή για να μη χάσει τον «δούλο» του, ενώ περίμενε από αυτόν να τον λατρεύει και μεταπολεμικά.
Στο βιβλίο περιγράφονται λεπτομερώς, οι συνθήκες διαβίωσης, πως τα διάφορα έθνη συγχρωτίστηκαν και σε κάποιες περιπτώσεις συνεργάστηκαν. Το αλκοόλ από τους Πολωνούς, η ραδιοφωνική ενημέρωση από τους Γαλλικούς κοιτώνες, η επαφή με την Μ. Βρετάνια και η αποστολή μέσω δεμάτων ιδιωτών και ανυπάρκτων συγγενών , υλικού για αποδράσεις που επεξεργάζονταν και βελτίωνέ η ΜΙ9 με επικεφαλής τον Κρίστοφερ Κλάτον «Κλατι». Ένας διαρκής αγώνας χρόνου και παρατηρητικότητας ανάμεσα στους αιχμαλώτους και τον υπεύθυνο ασφαλείας Έγκερς, που όντας πρώην δάσκαλος, επιθυμούσε με Πρωσική πειθαρχία την αποτροπή αποδράσεων με τα ελάχιστα ανθρώπινα θύματα.
Γλαφυρό, κατατοπιστικό και ογκώδες το βιβλίο σε περιδιαβαίνει στα κελιά, τις συνήθειες και τις συνωμοτικές διαδικασίες των αιχμαλώτων αλλά και στο αντίπαλο στρατόπεδο. Στη Γερμανική φρουρά, τους διοικητές της, τα πιστεύω και τις δυνατότητες της καθώς και στην απροθυμία τους να σταλούν στο Ανατολικό μέτωπο ή να αφήσουν τα Ες Ες να έχουν τον πρώτο λόγο. Αλληλένδετη η ζωή αιχμαλώτων και φρουρών, όσο ο πόλεμος χειροτέρευε για τη Γερμανία και τα τρόφιμα μειώνονταν, τόσο πιο συνδεδεμένη γινόταν η διαβίωση και των δυο πλευρών. Η διαταγή του Χίτλερ να εκτελούνται δραπέτες και κομάντο, μια άλλη μελανή σελίδα στην ιστορία του ΒΠΠ, περιγράφεται αδρά μαζί με τον αντίκτυπο της στους τρόφιμους του στρατοπέδου.
Οι αποδράσεις του βιβλίου κυμαίνονται από εξωφρενικές σκέψεις-προσπάθειες έως καλοσχεδιασμένες ενέργειες που όλες είχαν κίνητρο την επιθυμία για ελευθερία. Μερικές είναι ταυτόχρονα κωμικές όπως ο καραφλός Γάλλος Ερίκ Μπουλέ που προσπάθησε να δραπετεύσει μεταμφιεσμένος σε Γερμανίδα, άλλες τραγικές όπως του Μάικ Σίνκλαιρ, που οι αποτυχίες του , κόστισαν τελικά την ίδια του την ψυχική υγεία.
Το βιβλίο με τα στοιχεία και τις ιστορίες του θα σας συναρπάσει, αναλυτικό, σωστά γραμμένο δεν κουράζει αλλά διεγείρει την επιθυμία να μάθεις την κατάληξη της κάθε προσπάθειας Η λήξη του πολέμου με τις ανησυχίες για εκτελέσεις και η αυτοοργάνωση της αντίστασης των αιχμαλώτων θα συγκινήσει.
Περισσότερο όμως θα συγκινήσει η ιστορία των αιχμαλώτων Εβραίων σε ένα εργοστάσιο κεραμοποιίας –θανάτου, λίγο πιο δίπλα από το στρατόπεδο αιχμαλώτων. Εβραίων που όσοι δεν πέθαναν από κακουχίες οι περισσότεροι εκτελέστηκαν από τα Ες Ες κατά την αποχώρηση τους και ουδείς ποτέ αναφέρθηκε σε αυτούς.
«Ο ταχυδρόμος των βιβλίων»- Henn, Carsten (Μεταίχμιο)
Ένα μυθιστόρημα για τη φιλία και τα βιβλία. Απλό, λιτό, γεμάτο χαρακτήρες που αύριο θα ξεχάσεις, αλλά όσο διαβάζεις θα σε συναρπάσουν. Μια ιστορία για τις ανθρώπινες σχέσεις, την πρόοδο και την αλλαγή στην δουλειά, που απαξιώνει την ανθρώπινη σχέση κ επαφή, χάρη της μικροοικονομίας και του «μάνατζμεντ’-διαχείρισης πόρων ανθρώπινων και μη. Ένας ύμνος στην ανθρωπιά κόντρα στην τεχνοκρατική αντίληψή της εξ αποστάσεως επικοινωνίας που στηρίζει η γενιάς της «τεχνολογίας»
O Καρλ Κόλχοφ δεν είναι ένας συνηθισμένος 75χρονος. Λάτρης των βιβλίων και παλιός βιβλιοπώλης, ζει προσκολλημένος, θα έλεγε κανείς, σε μια παλιότερη εποχή, με έναν ρομαντισμό πρωτόγνωρο. Έτσι, δουλεύει στο βιβλιοπωλείο του μέντορά του Γκούσταβ – και μένει εκεί παρότι διαπιστώνει την αντιπάθεια της νέας διευθύντριας και κόρης του Γκούσταβ απέναντί του. Γιατί ο Κόλχοφ, μόνος στη ζωή, δεν έχει μάθει να ζει αλλιώς. Είναι μοναχικός και οι φίλοι του είναι τα βιβλία. Τα βιβλία και οι παράξενοι πελάτες του: άνθρωποι μοναχικοί και οι ίδιοι, εγκλωβισμένοι ο καθένας στο δικό του μεγαλύτερο ή μικρότερο δράμα, που έχουν καθιερώσει μια ιδιότυπη συνήθεια: περιμένουν κάθε εβδομάδα τον βιβλιοπώλη της καρδιάς τους να τους φέρει στο σπίτι το κατάλληλο γι’ αυτούς βιβλίο. Η επίσκεψη του Καρλ και οι επιλογές του αποδεικνύονται ευεργετικές για τους ανθρώπους αυτούς. Ειδικά όταν στο παιχνίδι μπαίνει και μια παράξενη εννιάχρονη, το κορίτσι-σίφουνας με την ώριμη σκέψη και τόλμη, που, δίνοντας και αυτή διέξοδο στη δική της μοναξιά (ορφανή από μητέρα, με έναν πατέρα παρόντα-απόντα και δεχόμενη πειράγματα στο σχολείο), ακολουθεί τον Καρλ παντού και αλλάζει, με την ανέμελη παιδικότητά της, τις ζωές των πελατών του.
Εύπεπτο, ανάλαφρο και γεμάτο βιβλιοφιλικές αναφορές.,αλλά και με ένα τέλος γεμάτο αισιοδοξία, πίστη στον άνθρωπο, στην παιδική αθωότητα, την αλληλοβοήθεια και κατανόηση. Ένας μικρός φάρος αισιοδοξίας, για τους πραγματικους παρίες της σύγχρονης κοινωνίας, τους πραγματικούς διαφορετικούς, οχι λόγω σεξουαλικών προτιμήσεων που είναι πλέον του συρμού, αλλά λόγω της ηλικίας, της εργασιακής ανασφάλειας και δυσκολίας προσαρμογής στο κόσμο του απρόσωπου εξ αποστάσεως τεχνοκράτη. Ένα βιβλίο που το παιδί διδάσκει στον ενήλικα, τον σεβασμό στον παράταιρο, τον "αναχρονιστικό", τον ρομαντικό,τον ηλικιωμένο. Αποζημιώνει για την απλότητα του στις τελευταίες δέκα σελίδες με τρόπο αποστομωτικά μαγευτικό,φωτίζοντας τον δακρυσμένο αναγνώστη, με την ευαισθησία του..
Μουσικές προτάσεις για το 2024
Και οι μουσικές μας προτάσεις με τις περισσότερες να έχουν ήδη παρουσιαστεί στη στήλη των παρουσιάσεων, χωρίς αξιολογική σειρά::
NEW MODEL ARMY- "Unbroken"
BLACK CROWES- “Happiness bastards”
DEEP PURPLE- =1
Beth Hart- "I still got you"
Beaux Gris Gris & The Apocalypse -"Hot nostalgia radio
from fashion and stylists, they charge their guitars, put the foot on the distortion pedal and pay tribute to everyone from AC/DC, ROSE TATTOO to Tom Petty,STATUS QUO and INXS .
"Second best:" sounds like early MOTLEY CRUE,raw,down to earth and with a belly full of rock n roll fire. "Do you miss me when i'm gone"is their sentimental ode to Tom Petty when they put their heart on their sleeve., while their twelve bar ,barroom boogie heart is on flames at Chasin' After Love ('ll Burn A Hole In Your Shoes), asong Ferancis Rossi would definitely approve. They know how to jam on "Stan Qualen" , a song where Australia and ACDC meet the LYNYRD SKYNYRD family, over some furious boogie riffs, driving the roadhouse down. But if you feel you still have energy in your body let "Cigarettes (Ain't Helping Me None)" and "Chimney" hit you like a wrecking ball.
This is a band who are more traditional and yet inspired than you have ever have imagined. with their armoury including, twelve bar rock n roll, sleaze rock and classic rock,depending on the mood,they deliver an in your face album, that in less than 45 min has you pushing the repeat button. I don't know if they ever make it to the big league, but they're definitely my Saturday night band to go ,watch and buy them a beer.
Dirty,Southern and dangerous, check them out with no hesitation,if you re not near the heart attack age,music from rockers to rockers.
A post mortem delivery (sic) by one of the last and few 60s,true revolutionaries, Wayne Kramer, guitarist of MC5. This is the first album of new material in 53 years. Not long after completing work on Heavy Lifting, the band's first studio record since 1971's High Time, mainstay singer and guitarist Wayne Kramer died of cancer in February 2024 at age 75. Three months later, original drummer Dennis Thompson, who plays on two Heavy Lifting songs, also died. (Between those two deaths, the band's former firebrand manager John Sinclair also passed away.). So this album is the collective work of mostly Kramer and a bunch of musicians who felt honoured to work with their idol and emblematic persons of the 60s counterculture and revolution scene and grandfather of the punk rock and proto metal scene.. Kramer isn't alone here, having recruited famous friends and fans Tom Morello, Vernon Reid, Slash, Don Was and producer Bob Ezrin to revitalize MC5 one last time.“Live long and stay creative is my attitude,” Wayne Kramer said just a few months before his death, aged 75, in February this year.
The album is an ode to 60s distorted rock,Soul and hard rock in places. "Barbarians At The Gate" has new frontman and co-writer Brad Brooks in a strident voice as he rails against those in society who ‘want to live a lie on the edge of hate’. Kramer is as always, , venomous and surgical accurate in his note choosing, never let the fretwork indulgence overcome the sonic agility of his 60s punk roots. The album is a vivid organization with various singers supporting the last musical dream of Kramer realization.Alice In Chains’ William Duvall voices Kramer’s recollection at "The Edge Of The Switchblade", while on the same up-tempo pace "Blind Eye' struggles with power. But Kramers sardonic humor blossoms at funk-rock influenced "Because Of Your Car" with tongue in cheek lyrics and full of alternative groove while equally groovy straight outta the funky 70s comes Edwin Starr’s 60s soul stomper "Twenty-Five Miles,". Stand out tracks from me are the 'Change,no change" 60's inspired track and the hard rocking "Boys who play with matches" and "I am the fun (The phoney)".
MC5's "Heavy lifting" is a last call for revolution and at the same time a last call for farewell drinks, the closing chapter to a history written, with blood, guts,teargassed, devotion to social rights fights, belief in humanity,equality and real progress. A band far more left wing on their ideas than their sound in their early days who paid their dues and delivered some truly inspiring,riff driven ,garage,hard,punk rock with soul where the improvisation met the great jazz musicians. Now it is for the younger generations to do the Heavy lifting as MC5 have moved to the time of the legends.
There are some bands who need a momentary turn of the searchlight on them to get the fame and recognition they deserve, CIS are among them. With a balanced and delicate mix of BOSTON melodic skills and QUEEN majesty, volume they are here to remind us of what quality Hard rock with syrup choruses and pomp verses means.
Although my review might sound a bit of cliche,CIS know how to write a catchy tune, aiming for the AOR radio but not so much for the Miami highways as for the Adult oriented rock fans all over the world, who like something vigorous, yet melodic and catchy to wake them during the traffic jams from home to work and vice versa. As always, powerhouse vocalist. Damien Edwards makes the songs sound accessible and easy, while he moves from the falsetto to the more down to the ground. The rhythm section is tight and drives the band's locomotive steadily, while the guitars are sharp, crystal cleaR and in the best tradition of riff driven masters.
Songs like "My Father's Eyes", "Occam's Razor (Not The End Of The World)","Forever & Ever", "When Love Collides" are for the Premier League of melodic pomp rock and you could expect them easily to be at the songlist of STYX,MAGNUM etc but they are product of this still not famous enough ,tet so talented band.,
So if you're into melodic Hard rock,with pomp elements and AOR credentials,all in one,make yourself check CIS,not only this but also their previous albums.
Σαντιάγο Ρονκαλιόλο – Αναμνήσεις μιας κυρίας (Καστανιώτης)
Μια γηραιά πλέον κυρία στη δύση της ζωής της. Γόνος καλής οικογένειας του Αγίου Δομίνικου, η Ντιάνα Μινέτι, αποφασίζει τη συγγραφή των απομνημονευμάτων της. Όσο αδιάφορο και αν ακούγεται, μια κυρία μεγαλωμένη στα σαλόνια της καλής κοινωνίας, με χοροδιδασκάλους, καλούς τρόπους, να αφηγείται τη ζωή της, είναι πηγή ζωής και οικονομικής μετάγγισης για τον νεαρό Περουβιανό, εν δυνάμει, συγγραφέα.
Ο νεαρός έχει έρθει στη Μαδρίτη, πατρίδα των απανταχού Λατινο-Αμερικανών με όνειρα. Εγκαταλείποντας μια ζωή δημόσιου υπάλληλου και την ανάλογη ασφάλεια και μετριότητά της, στο Περού αποφασίζει σε αντίστροφη πορεία από τους εξερευνητές που έφεραν τους Ισπανούς στο Νέο Κόσμο, να αναζητήσει την καταξίωση, μέσα από ένα μετεκπαιδευτικό πρόγραμμα πανεπιστημίου στη Μαδρίτη. Ο δρόμος δύσκολος, με στερήσεις, όταν το επίδομα και οι οικονομίες του, εξανεμίζονται. Η γνωριμία με τη Βραζιλιάνα μαρξίστρια σπουδάστρια Πάουλα είναι ερωτική αλλά και καταστρεπτική. Η ίδια, άθελα της, του καταστρέφει πιθανά συμβόλαια με παραγωγούς ταινιών, για επίδοξα σενάρια, με τη ρητορική της υπέρ των καταπιεσμένων όλου του κόσμου. Ο αγώνας για την καταξίωση, μετατρέπεται σε αγώνα για την επιβίωση, για την υπηκοότητα, έστω και προσωρινά, αλλά εκεί που όλα διαφαίνονται σκοτεινά σαν νύχτα σε Σουηδικό δάσος στο βαθυχείμωνο, η πρόσκληση της γηραιάς κυρίας, της Μινέτι, για συνάντηση θα ανατρέψει τα γεγονότα. Η αφορμή, η γηραιά κυρία είναι φίλη μιας Περουβιανής αριστοκράτισσας, θείας του νεαρού συγγραφέα και της έχει μιλήσει για τις δυνατότητες του ως βιογράφου σε κάποιο δείπνο στη Λίμα, .
Η πρώτη επαφή στο Παρίσι, για τον νεαρό, με όλα τα έξοδα πληρωμένα από τη Μινέτι, θα είναι ταυτόχρονα δοκιμασία προς έγκριση και ζύγισμα των δύο χαρακτήρων. Η δουλειά θα του ανατεθεί. Εκείνος θα περάσει ένα σαββατοκύριακο στο Παρίσι, ξανασμίγοντας, με την παλιά του φιλενάδα από το Μεξικό και η ζωή του θα πάρει νέα τροπή.
Έχει πλέον αποκτήσει την κότα με τα χρυσά αυγά ή έτσι νομίζει. Η γνωριμία με μια κυρία του παλιού κόσμου, με μια οικογένεια, που στο ξεδίπλωμα της ιστορίας αποδεικνύεται, να έχει επαφές με τον Τρουχίλιο, το Ιταλικό φασιστικό κόμμα, τις Αμερικάνικες μυστικές υπηρεσίες , μέχρι να καταλήξει στην Κούβα του Μπατίστα και αργότερα του Κάστρο και την Αμερικάνικη μαφία, θα αποδειχτεί διαφωτιστική για αυτόν. Ταυτόχρονα και ενώ παρακολουθούμε μια εκπληκτική αφήγηση-αναπαράσταση της ιστορίας των στρατιωτικών πραξικοπημάτων που ταλάνισαν τα μεγάλα νησιά της Λατινικής Αμερικής, παρακολουθούμε και την ενηλικίωση και αλλαγή μίας γυναίκας από κοριτσάκι, δίχως γνώμη, κόρη των γονιών της σε μια γυναίκα, που ζει και παίζει με τους όρους, της υψηλής κοινωνίας, των δεκαετιών του 40 κ του 50, με ηθικές αναστολές, μόνο όσα ο κόσμος, μπορεί να δει και να κατονομάσει.
Το βιβλίο και ο Ρονκαλιόλο, παρακολουθούν τη Μινέτι, και την οικογένειά της, να μεταφέρονται από τον Δομίνικο, στην Κούβα και μετά στο Μαϊάμι, μέσα σε μια συρραφή, ερώτων, δολοπλοκιών παρανομιών, διαφθοράς, δολοπλοκιών, σαν μια μίξη Χέμινγουεϊ με Λε Καρέ. Παράλληλα με την κεντρική ιστορία, που εμπλέκει πρόσωπα, όπως οι Τρουχίλιο, Κάστρο, Μουσολίνι, Μπατίστα και δείχνει πως το εμπόριο, επιβιώνει σχεδόν σε κάθε κυβέρνηση, αφού το χρήμα αποτελεί κινητήριο μοχλό και λιπαντικό σε κάθε σύστημα, παρακολουθούμε και τη διάλυση της προσωπικής ζωής της Μινέτι, με ένα λάθος γάμο και μια ιστορία, που την οδηγεί στην προσωπική ενδοσκόπηση και αλλαγή πλεύσης. Η οικογένεια θα καταφύγει, με την επικράτηση του Κάστρο στις ΗΠΑ, αλλά τα παλιά μεγαλεία, θα παραμείνουν, αφού δεν θα αργήσει η επιστροφή στον Άγιο Δομίνικο. Βέβαια, ο νεαρός βιογράφος, θα εντυπωσιαστεί από τον πατέρα της κας Μινέτι, που άντεξε την φυλάκιση, επί Τρουχίλο, Μπατίστα και Κάστρο, δείχνοντας μια πρωτόγνωρη προσαρμοστικότητα και αντοχή, για άνθρωπο της κοινωνικής του θέσης, καθώς και ευελιξία.
Μέχρι τώρα έχετε υποθέσει ότι θα διαβάσετε ένα ακόμη ιστορικό, πολιτικό μυθιστόρημα, όμως η μαγεία του Ρονκαλιόλο, βρίσκεται στις παράλληλες ιστορίες. Η προσπάθεια του νεαρού βιογράφου, να γράψει ταυτόχρονα ένα βιβλίο για τον Αμαζόνιο, χωρίς καν να ταξιδέψει εκεί, τον οδηγεί, μετά την έκδοση του, στην προσπάθεια να σφετεριστεί την ιστορία της Μινέτι, με σκοπό, να γράψει μια μικρά πραγματεία, για την άρχουσα τάξη και τις σχέσεις της με τα δικτατορικά καθεστώτα της περιοχής με αφορμή την βιογραφία της γηραιάς κυρίας. Μέσα από αυτή την έρευνα, θα μελετήσει τις σχέσεις των πραξικοπηματιών, με τα φασιστικά καθεστώτα της Ευρώπης, τις Η.Π.Α και τη Μαφία και θα αποφασίσει να ποδηγετήσει τη Μινέτι, αναφορικά με την έκβαση του βιβλίου. Η διαμάχη της με τα παιδιά της για την κληρονομιά του άντρα της, θα τον βοηθήσει στο διπλό του παιχνίδι, μέχρι ένα σημείο.
Ο ίδιος κυνηγά το όνειρο, για ένα επιτυχημένο βιβλίο, μέσα από μια ξένη ιστορία, που από κοσμοπολίτικη περιγραφή, μιας ζωής, χωρίς προβλήματα, εκείνος προσπαθεί να δει πίσω από τις λέξεις και να δώσει ένα πολίτικο, ιστορικό πορτρέτο, μιας ταραγμένης εποχής και μιας άρχουσας τάξης, που παλεύει με τα νύχια και δόντια, μπροστά στις ανατροπές των καιρών. Ο αστάθμητος παράγοντας, που θα ισοπεδώσει τον νεαρό συγγραφέα, δεν είναι άλλος από την ίδια την ματαιοδοξία του. Υπερεκτιμώντας τις ικανότητες του αλλά και την αντοχή και ανοχή της εντολοδόχου του, θα εμπλακεί σε κάτι μεγαλύτερο από τις δυνατότητές του. Η παρουσία του Μάριος Βάργκα Λιόσα στο βιβλίο, ως τεχνικού συμβούλου του βιογράφου, δίνει μια νότα διαφορετικότητας, αλλά αποτελεί και φόρο τιμής του Ρονκαλιόλο στα ινδάλματά του. Η παρουσία του ίδιου του Ρονκαλιόλο, στο μυθιστόρημά του, ως συγγραφέα, με τον ίδιο εκδότη, με τον νεαρό βιογράφο, που εκτιμά ιδιαίτερα τα στριπτηζάδικα και τις καλλιτέχνιδες του χώρου, δίνει ένα έντονο αίσθημα αυτοσαρκασμού και μια ευφορική νότα, που σπάει τη σοβαροφάνεια, του βιβλίου και των ιστορικών του αναζητήσεων.
Το τέλος του βιβλίου, θα βρει τον νεαρό Περουβιανό, πιο σοφό, αναφορικά με την ιστορία της ηπείρου του, πιο φτωχό, μόνο και πάνω από όλα πιο ώριμο. Η Μινέτι, με τον τρόπο της, θα του δώσει ένα μάθημα ζωής, μεταφέροντας του, όχι μόνο τις εμπειρίες μια αριστοκράτισσας, που επιβίωσε, αλλάζοντας σε έναν κόσμο που το χρήμα, έγινε η νέα αριστοκρατία, αλλά και την ανάγκη, να είμαστε τίμιοι με τον εαυτό μας και τις δυνατότητες μας. Ο ίδιος, θα κλείσει το βιβλίο, με την παραδοχή των δικών του προσωπικών αποτυχιών, των δικών του ηθικών αποτυχιών, ο κριτής της τρυφηλής ζωής της Μινέτι, θα αποτύχει να εκβιάσει, να αλλοιώσει και να εξαπατήσει και τελικά, θα αποδεχτεί την μοίρα του, εξίσου φτωχός (οικονομικά) με την αρχή της γνωριμίας του, αλλά πολύ πιο πλούσιος σε εμπειρίες.
Ο Ρονκαλιόλο, γράφει με δύναμη, χαρακτήρα, μοντάροντας παράλληλες ιστορίες, με πραγματικά και μη πρόσωπα. Γεμάτος δυναμισμό, γήινη γλώσσα, φαντασία και επιθυμία, μεταφέρει στο πετσί μας τα βιώματα των ηρώων, είτε είναι η εντολοδόχος Μινέτι, που ο κόσμος της χάνεται, είτε είναι ο νεαρός Περουβιανός, που ακροβατεί μεταξύ της απέλασης και του συγγραφικού οργασμού. Βιβλίο, πολυδιάστατο, καλογραμμένο, έξυπνο, θα σας κρατήσει μέχρι το τέλος, μέσα από δυναμικές εναλλαγές, γλαφυρή γλώσσα, χαρακτήρες ζωντανούς, οικείους και διλήμματα ανθρώπινα που θα σας μιλήσουν. Απολαυστικό.
The Robinson brothers may have their brotherhood issues, but when they are together in the same room, they know how to present great 70s influenced music. "Happiness bastards" is among the strongest releases in classic rock,Southern rock for 2024. Back up by great musicianship, strong love and appreciation of 60s,70s American rock and also Soul,especially Stax, they deliver an album strong as Mike Tyson's direct.
Easily moving from Soul infused songs to ROLLING STONES a like rockers and CSNY mid tempo tunes, BLACK CROWES are once again time travelers, with inspiration. Few albums will let your hair and whiskers grow, while in the meantime the room will be filled with patchouli smell and your straight jeans will turn into bell bottoms, all in one album listening.
An album full of the essence of the 70s, the musicality of the 60s and the Hard rocking vibe of the 80s, filtered through the great performance of BLACK CROWES. A great return to form.
This Birmingham origin modern rock act released their latest single "Slipping away"
They keep it simple and sweet, catchy and memorable.
A mid tempo song with guitars creating a wall of sound behind the distinctive, melodic and easily adorable vocals of ” Mark Dudzinski , one of their strongest assets.
Melanie Wallace: Το γαλάζιο άλογο που ονειρεύεται (Πόλις)
Όσοι παρακολουθείτε συγγραφείς σαν τον Κόρμακ Μακ Κάρθυ, θα γνωρίζετε ότι υπάρχει μια συγγραφική αναβίωση του γουέστερν και ως λογοτεχνικού είδους, πέραν του κινηματογραφικού. Παρ’ όλα αυτά η δουλειά της Αμερικανίδας συγγραφέως Melanie Wallace, έχει να επιδείξει κάτι πρωτόγνωρο για τον χώρο. Αποστασιοποιημένη απ’ τον ρεαλισμό ηρωικό ή όχι των κατά βάση ανδρών συγγραφέων του είδους, μας μεταφέρει σε αυτό που θα χαρακτήριζα, συγκρατημένα αλλά όχι αβάσιμα, ως γοτθικό γουέστερν.
Σε μια ατμόσφαιρα παράδοσης στην μοίρα και το βέβαιο τέλος, ένα συνοριακό οχυρό λίγο μετά το τέλος του Εμφυλίου πολέμου, δέχεται για προστασία και επανένταξη στη Δυτική κοινωνία, δύο γυναίκες που έχουν απαχθεί και ζήσει με τους Ινδιάνους για σχεδόν μια τετραετία. Η μία θα θεωρήσει την απελευθέρωση της λύτρωση, η άλλη η Άμπιγκειλ Μπιούελ (ετοιμόγεννη κατά την έλευση της στο οχυρό), σαν αρχή της πραγματικής αιχμαλωσίας της. Παρών και ουσιαστικά κινητήρια δύναμη σε όσα δεν γίνονται, ο διοικητής του φρουρίου, συνταγματάρχης Κάτερ. Ένας άνθρωπος έρμαιο προσωπικών φαντασμάτων και ερωτημάτων, που βλέπει το απομονωμένο του φυλάκιο να εξαθλιώνεται από την έλλειψη προμηθειών, αδυνατεί να ισορροπήσει την δυναμική του ως διοικητή, με τα προσωπικά του φαντάσματα και τις επιταγές που συνεπάγεται η διοίκηση.
Η παρουσία της γυναίκας στο στρατόπεδο θα λειτουργήσει καταλυτικά, βυθίζοντας τον περισσότερο σε έναν κόσμο σχεδόν ναρκοληπτικό, με το στρατόπεδο να αποσυντίθεται μπροστά του, τα αποσπάσματα που βγαίνουν για τροφή και ξυλεία να μην επιστρέφουν και τον ίδιο να συνδέεται με την Άμπιγκειλ, σε μια σχέση λανθάνουσας παράνοιας και ερωτισμού ταυτόχρονα.
Η ίδια πρώην αιχμάλωτη, απομονωμένη από τους λευκούς, αναπολεί τη ζωή της και μας μεταφέρει στα πραγματικά ελεύθερα χρόνια της με τους ινδιάνους, ενώ πεισματικά αρνείται να μοιραστεί την ζωή της, με τον επίμονο δημοσιογράφο Γκάμπριελ, που θα έρθει στο οχυρό ψάχνοντας απεγνωσμένα την είδηση που θα τον κάνει διάσημο (πρόδρομο της μοντέρνας σκανδαλοθηρικής-πτωματολάγνας δημοσιογραφίας).
Στο χρόνο της αποσύνθεσης, θα γνωρίσουμε τον εσωτερικό κόσμο του συνταγματάρχη που ταλαντεύεται μεταξύ του στρατιωτικού καθήκοντος και των ερωτημάτων του, για την διαμάχη του καλού με το κακό και την ύπαρξη της μεταθανάτιας ζωής, στην οποία έχει οδηγήσει ο ίδιος αρκετούς στρατιώτες με τις διαταγές του. Στον αντίποδα θα γνωρίσουμε την ζωή της Άμπιγκειλ, τυραννισμένη από τις κακοποιήσεις και την ανισότητα , λόγω του φύλου της, που την οδηγεί να αναγνωρίσει στην «πρωτόγονη» κοινωνία των Ινδιάνων στοιχεία, που η «προηγμένη» Δυτική κοινωνία, αδυνατούσε να τις προσφέρει.
Η Melanie Wallace μας καθηλώνει με μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα σήψης, αποδόμησης, διάλυσης, στην οποία ο Κάτερ είναι απλώς επιβλέπων. Μαζί με τον ψυχικό του κόσμο, αποδομείται και ο στρατός, το τελευταίο οργανωμένο στοιχείο μίας κοινωνίας, που μόλις έχει βγει από έναν εμφύλιο πόλεμο. Το έργο της Wallace είναι εμποτισμένο με έναν τρόμο, προέλευσης Έντγκαρ Άλαν Πόε. Το κακό καιροφυλακτεί σε μηνύματα, σκιές, σημάδια. Η βία είναι υπόγεια, υποχθόνια, δεν εκφράζεται άμεσα, αλλά τις μικρές ώρες, αγκαλιά με το σκοτάδι και την ομίχλη, που δυναστεύει, έστω και με τη μορφή αμμοθύελλας την ζωή και το μυαλό των κατοίκων του οχυρού 2881. Η κατάσταση μυρίζει επερχόμενο κανιβαλισμό, τα μουλάρια γίνονται βορά στην όρεξη των ταλαίπωρων στρατιωτών. Το νεκρό παιδί της Λευκής Ινδιάνας, βορά των όρνεων μετά τον θάνατο του, αφού ως μωρό η ίδια αδυνατεί να το θηλάσει, όντας παραδομένη στην άρνηση της επερχόμενης «πολιτισμένης» ζωή της. Τα ζοφερά χρώματα της ζωής στο στρατόπεδο, αποκτούν λάμψη και ανοικτό χρώμα από τους δύο μοναδικούς ανθρώπους που έχουν λόγο να συνεχίζουν, τον μαύρο πεταλωτή/στρατιώτη Κόουλ και την πλύστρα Μαρία. Η νοσηρή ατμόσφαιρα, μέσα από ατελείωτες αναδρομές από τον ίδιο τον Συνταγματάρχη, που αναπολεί τα γεγονότα, έχοντας πια φύγει μακριά, μας καθηλώνει σαν μια ξέφρενη πορεία του πλοίου προς τα βράχια και την τελική σύγκρουση.
Ο ρατσισμός όπως εκφράστηκε, εκεί στα χρόνια μετά τον Αμερικάνικο εμφύλιο, σε όλα τα επίπεδα, προς τους μαύρους, τις γυναίκες, τους Ινδιάνους, τους σκεπτόμενους ανθρώπους, διαποτίζει την δουλειά της Wallace. Δεν είναι ένα απλό μυθιστόρημά για τη ζωή στα ακριτικά φυλάκια των ΗΠΑ. Είναι μια δριμεία κριτική για τη ζωή των γυναικών και των έγχρωμων στην Αμερικάνικη κοινωνία του 19ου αιώνα, για την εξόντωση των ιθαγενών, για τον λευκό διαφωτισμό των όπλων και τον ρατσισμό των ΗΠΑ επί κάθε «κατώτερης» φυλής.
Η μαγεία του βιβλίου, είναι ότι όπως και στα έργα του Πόε, ο θάνατος είναι μια λύτρωση και μια ελπίδα, η Αμπιγκείλ Μπιούελ, μετακινείται σε ένα κόσμο πιο δίκαιο, ο Κάτερ, ξεκαθαρίζει τους λογαριασμούς του με τη ταραγμένη πραγματικότητα και επιστρέφει να συναντήσει την γυναίκα, του, την συνοδό του χρόνια τώρα μέσα από επιστολές που της γράφει, δίχως απάντηση, γιατί είναι από χρόνια νεκρή. Ο Γκάμπριελ, ο επιτυχημένος δημοσιογράφος, σαν γνήσιο τέκνο της δημοσιογραφίας του 20 ου αιώνα, παραμένει αλώβητος από την ανθρωπινή πλευρά των πραγμάτων, γιατί απλά δεν εξυπηρετεί τον προσχεδιασμένο τρόπο ανάγνωσης των πραγμάτων, που του επιβάλλει το σύστημα που τόσο πιστά υπηρετεί.
Το «Το γαλάζιο άλογο που ονειρεύεται» είναι μια ελεγεία στον τρόπο ζωής των ιθαγενών της Αμερικής που χάθηκαν. Τρόπο σκληρό, αλλά προσαρμοσμένο σε μια κοινωνία, που ζούσε από τη γη, για τη γη. Είναι ακόμα ένα δριμύ κατηγορώ, για τις αναπτυσσόμενες ΗΠΑ και τον ρατσισμό σε κάθε μορφή προς τους αδύναμους, είτε λέγονται μαύροι είτε γυναίκες, είτε Ινδιάνοι, που θα χρειαστεί σχεδόν έναν αιώνα ακόμα και δύο παγκόσμιους πολέμους, για να αλλάξει. Πάνω από όλα όμως είναι ένα γράμμα απόγνωσης, από έναν άνθρωπο που παραδίνεται στη δίνη των γεγονότων, καθώς δεν μπορεί να ισορροπήσει τις προσωπικές του αγωνίες και αναζητήσεις. Ο Κάτερ, είναι ο καθένας μας, σε συνθήκες μεγάλης πίεσης, όταν ότι του μένει για να τον συνδέσει με το «ευτυχισμένο» παρελθόν είναι στιγμές και αναμνήσεις, που δεν έχουν πια απήχηση στον κόσμο και τις πραγματικές συνθήκες που βιώνουμε.
Σκοτεινό, γοτθικό, πικρό, αλλά όχι πικρόχολο, αυτό το μοντέρνο γουέστερν της Melanie Wallace είναι στην πραγματικότητα, μια διεισδυτική ματιά σε μια κοινωνία, που θέλει να αλλάξει, χωρίς ουσιαστικά να αποδέχεται το διαφορετικό. Μια μικρή, ευαίσθητη, λεπτομερής καταγραφή των αδιέξοδων των Δυτικών κοινωνιών στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν ο τεχνολογικός πολιτισμός, θα μπορούσε αλλά δεν κατάφερε να απελευθερώσει ψυχικά, τον άνθρωπο από τις προκαταλήψεις του για τα φύλα και τις φυλές.
Ένα βιβλίο, αποπνικτικό, γιατί είναι αληθινό. Σκληρό, αιχμηρό, αλλά μαγευτικό, μέσα στην όξινη γεύση της παράδοσης στην άρνηση και την τρέλα, της Μπιούελ για να αποφύγουν οι κεντρικοί ήρωες, αυτό που οι υπόλοιποι, ονομάζουν οργανωμένη κοινωνία. Μια κατάθεση ψυχής, για όσους τολμούν να διεκδικούν με τον τρόπο τους το δικαίωμα στη ζωή και την διαφορετικότητα.